Για χρόνια ήταν μια άσκηση για μυημένους, «άρρωστους» και αποθησαυριστές παράξενων αρκτικόλεξων: να θυμάσαι ονόματα κομμάτων, οργανώσεων ή «φραξιών» μέσα στην Αριστερά του προηγούμενου αιώνα και ώς τις μέρες μας. Τις διασπάσεις, τις μεγάλες και ιστορικές (όπως το καταγωγικό σχίσμα σοσιαλιστών-κομμουνιστών ή, στη δική μας ελληνική ιστορία, τη διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ το 1968), και ιδίως τις πιο μικροσκοπικές και μοριακές διαιρέσεις.
Είναι ένα θέμα που φέρνει γέλια και κάμποση ειρωνεία σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς, έχει όμως γεννήσει και ωραία, πικρά ανέκδοτα και στους ίδιους τους αριστερούς. Πάντως, αυτή η ιστορία με τα άπειρα επεισόδια αποχωρήσεων και καταγγελιών μοιάζει να αφορά κυρίως την Αριστερά. Ομαδοποιήσεις και κομματικές διαιρέσεις έχουν συμβεί κατά κόρο και σε άλλες παρατάξεις, όπως, για παράδειγμα, στο παλαιό Κέντρο και στη συντηρητική παράταξη. Οι πολιτικοί ιστορικοί και όσοι-ες έχουμε το ψώνιο συλλέγουμε τα εθνογραφικά ντοκουμέντα των εκάστοτε διασπάσεων.
Γιατί όμως όλα να είναι πιο σπαρακτικά στην Αριστερά; Συχνά έχει επιστρατευτεί ως εξήγηση ο λεγόμενος «ναρκισσισμός των μικρών διαφορών», ο μηχανισμός δηλαδή με τον οποίο οι ομάδες θωρακίζουν τη μοναδικότητά τους επενδύοντας υπερβολικά σε ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις που για τους τρίτους δεν είναι και τόσο σοβαρές. Κάπως έτσι οι εκτός Αριστεράς δυσκολεύονται πάντα να καταλάβουν τι είναι αυτό που χωρίζει τα μ-λ κόμματα, τις πολλές (πάντα) τροτσκιστικές ομάδες, ακόμα όμως και κόμματα που έχουν ή διεκδικούν την ίδια κοινωνική βάση, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να αντιμετωπίζουμε ισοπεδωτικά τις διασπάσεις. Σε μεγάλο βαθμό δεν συνιστούσαν απλά παιχνίδια προσωπικής στρατηγικής ούτε ναρκισσιστικές επιδείξεις. Η ρήξη, για παράδειγμα, μεταξύ μιας σοβιετόφιλης ορθόδοξης και μιας ανανεωτικής κομμουνιστικής πτέρυγας (που συντελέστηκε τυπικά το 1968) είχε ιδεολογικό βάθος και πολιτικούς λόγους εντός της. Οπως φυσικά και το σχίσμα μεταξύ σοσιαλδημοκρατικού και κομμουνιστικού κινήματος: δεν ήταν πουκάμισα αδειανά οι διασπάσεις αυτές, καθώς αντιστοιχούσαν σε σοβαρές διαφωνίες προσανατολισμού, κουλτούρας και οπτικής για την πολιτική, τη δημοκρατία και την εξουσία. Για να πάμε μάλιστα πιο κοντά στο παρόν μας, οι αποχωρήσεις/ διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 είχαν επίσης πολιτικό λόγο και πατούσαν σε ζητήματα διαφωνίας ως προς το τι σημαίνουν κυβερνησιμότητα, συμβιβασμοί και συμμαχίες.
Το ότι μια διάσπαση ακουμπά σε ουσιαστικές διαφορές δεν σημαίνει πως αυτός που αποσχίζεται έχει μεγαλύτερη τύχη (από το αν η αποχώρησή του ήταν απλώς «πολιτικαντισμός» σε προσωπική βάση). Υπάρχει άλλωστε η αίσθηση ότι ο κόσμος δεν αγαπάει τις διασπάσεις και ψάχνει πάντα τρόπο να χρεώσει τους «διασπαστές» με την ενοχή της εξασθένισης του μεγάλου οίκου. Μερικοί συνηθίζουν να μιλάνε κάπως ωμά για «μεγάλα» και «μικρά» μαγαζιά υποστηρίζοντας ότι ζούμε σε καιρούς για συγχωνεύσεις και συνενώσεις παντού, στις επιχειρήσεις, στην πολιτική ή στα καλλιτεχνικά σχήματα. Υπάρχουν κριτήρια για να ξεχωρίσουμε την πολιτική διάσπαση από τη διένεξη στη βάση άλλων κινήτρων; Κάθε μηχανισμός – αν έχει κυρίως την εξουσία τη στιγμή της διαφωνίας ή της αμφισβήτησής του – τείνει να μειώνει ηθικά τους διαφωνούντες ως τυχοδιώκτες ή προδότες. Η πολιτική είναι η πατρίδα της προδοτολογίας και η Αριστερά έχει ιστορία στο άθλημα.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κριτήριο. Η διαφωνία και η ρήξη να έχει υπόσταση: είτε αφορά την πολιτική αισθητική και θέματα αξιών είτε, πολύ περισσότερο, κάποιο διακριτό σχέδιο και ιδεολογικό ίχνος. Αν αυτά δεν υφίστανται και μείνει στον κόσμο η εντύπωση μιας έριδας μηχανισμών και διαθέσεων, η σύγχυση δεν θα καταλυθεί και τα πράγματα δεν θα αποκτήσουν την αναγκαία διαύγεια ώστε να κριθούν πολιτικά.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.