Πολλοί σήμερα ομιλούν για τη «χαμένη» εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη. Προέχον ζήτημα αναμφίβολα αποτελεί η καθυστέρηση στην απονομή της, καθώς έχει αναδειχθεί σε σημαντικό παράγοντα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αιτία δυσαρμονίας μεταξύ του δικαστικού συστήματος και της κοινωνίας.
Στην ένταση του φαινομένου στον χώρο της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, εκτός των λοιπών παραγόντων, όπως η ανεπαρκής χρηματοδότηση, η υποστελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών, η μη εφαρμογή νέων τεχνολογιών, το πλαίσιο των αναβολών κ.ο.κ., αποτελεί το υπάρχον αναποτελεσματικό σύστημα διάρθρωσης των δικαστηρίων στη χώρα μας.
Σύστημα που αδυνατεί να διαχειριστεί ισότιμα των όγκο των υποθέσεων, με τη σώρευση μεγάλου όγκου εκκρεμών υποθέσεων στα δικαστήρια της Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, γεγονός που αναγκαστικά οδηγεί σε πιο αργούς ρυθμούς απονομής δικαιοσύνης και επηρεάζει τη συνολική εικόνα της χώρας. Στόχος μιας τέτοιας αλλαγής, πρέπει να είναι η αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού (δικαστικών λειτουργών) και η εξειδίκευσή του.
Σήμερα, οι πρωτοβάθμιες δικαστικές υπηρεσίες είναι οριζόντια κατανεμημένες ανά νομό, ενώ οι δευτεροβάθμιες σε επίπεδο εφετειακής περιφέρειας. Πλέον κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία πολυδύναμων δικαστικών σχηματισμών με τη θέσπιση ενός μητροπολιτικού πρωτοδικείου ανά διοικητική περιφέρεια όπου θα συγκεντρώσει όλους τους υπηρετούντες δικαστικούς λεπτουργούς χωρίς κατάργηση των υφιστάμενων τοπικών δικαστικών υπηρεσιών και δικηγορικών συλλόγων.
Τα περιφερειακά δικαστήρια θα μετατραπούν σε εξειδικευμένα τμήματα του ενός και μοναδικού πρωτοδικείου, στο οποίο θα μεταβαίνουν οι δικαστές του τμήματος προς εκδίκαση των υποθέσεων, π.χ. στην περιφέρεια της Θεσσαλίας θα λειτουργεί το Πρωτοδικείο Θεσσαλίας με τμήματα στους λοιπούς νομούς (νυν αυτόνομα πρωτοδικεία), τα οποία θα δικάζουν συγκριμένες υποθέσεις, για παράδειγμα το εμπορικό τμήμα του Βόλου τις αντίστοιχες υποθέσεις όλης της Περιφέρειας Θεσσαλίας κ.ο.κ.
Ετσι θα επιτευχθεί αφενός η επιζητούμενη εξειδίκευση των δικαστών που σήμερα υπάρχει μόνο στα μεγάλα δικαστήρια, αφετέρου η ισομερής κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστών της ίδιας δικαστικής περιφέρειας απαλείφοντας τις σημερινές διακρίσεις. Η δικηγορική ύλη δεν χάνεται, ούτε διαρρέει σε άλλες πόλεις, οι δε Δικηγορικοί Σύλλογοι διατηρούνται ως έχουν. Οι αποστάσεις δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία καθώς έχουν πλέον εκμηδενιστεί, ενώ η ενεργοποίηση τηλεματικών και ψηφιακών δυνατοτήτων, όπως η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου, αφαιρεί κάθε δικαιολογία. Παράλληλα επιλύεται και ένα ζωτικής σημασίας, για την ομαλή δικαστηριακή πρακτική, ζήτημα, των οργανικών κενών που ταλαιπωρούν κατά καιρούς τα μικρότερα πρωτοδικεία.
Ως προς τη διάρθρωση της ποινικής δικαιοσύνης σε επίπεδο πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, οι πολυμελείς συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων θα δικάζουν στην έδρα του μητροπολιτικού πρωτοδικείου με μεταβατικές έδρες μονομελών δικαστηρίων στις λοιπές πρωτοβάθμιες έδρες.
Με την αναδιοργάνωση των δικαστηρίων επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότερη διαχείριση των εκκρεμών υποθέσεων ενώ επιτρέπεται η εξειδίκευση ανά χρονικά διαστήματα των δικαστικών λειτουργών, γεγονός που θα συμβάλει σε ταχύτερες και ορθότερες αποφάσεις. Δίνεται δε η δυνατότητα για σύσταση εξειδικευμένων δικαστηρίων για συγκεκριμένους τύπους υποθέσεων, όπως στο οικογενειακό, στο εμπορικό ή στο ναυτικό δίκαιο.
Σε δεύτερο βαθμό ως προς την πολιτική κατεύθυνση θα πρέπει να υπάρξει αντίστοιχη μείωση των εφετείων, τα οποία πρέπει να περιοριστούν στον αριθμό που αντιστοιχούσε τη δεκαετία του ’90. Στον χώρο της ποινικής δικαιοσύνης όπου υφίστανται σοβαρές καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων, θα πρέπει να προτιμηθεί ο διαχωρισμός της από την πολιτική. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της ίδρυσης μητροπολιτικών ποινικών εφετείων σε συγκριμένες περιοχές στην Ελλάδα, όπου θα συγκεντρωθεί όλη η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια ποινική δικαστηριακή ύλη. Οι υπηρετούντες σε αυτά ποινικοί δικαστές, αποκλειστικής απασχόλησης, θα επιλέγονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο με συγκεκριμένη θητεία, για χρονικό διάστημα τριών έως πέντε ετών.
Καταλήγοντας, οι λιγοστές τούτες σκέψεις διατυπώνονται με το βλέμμα στο μέλλον της ελληνικής Δικαιοσύνης, που απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση και όχι τις μονόπλευρες και στερεότυπες λύσεις του παρελθόντος. Οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τις αρχές που θα τη διέπουν, διασφαλίζοντας την ίση πρόσβαση των πολιτών στη Δικαιοσύνη με την απλούστευση των νομικών διαδικασιών και την αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών εμποδίων. Απώτερος στόχος, ένα δικαστικό σύστημα ικανό να αποδίδει δικαιοσύνη έγκαιρα, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη και στην κοινωνική πρόοδο.
Η κυρία Ελευθερία Κώνστα είναι εφέτης, γενική γραμματέας Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.