Τα τελευταία χρόνια η βία κατά των εκπαιδευτικών παρουσιάζεται ως ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που διαταράσσει τη σχολική ζωή. Παρόλο που πρόκειται για ένα φαινόμενο για το οποίο υπάρχουν σημαντικές αναφορές εδώ και 20 χρόνια, η έρευνα σχετικά με τους παράγοντες που συντελούν στην εμφάνισή του βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο.
Στοιχεία από έρευνες στο εξωτερικό δείχνουν ότι το 12% των εκπαιδευτικών έχει τραυματιστεί από σοβαρές λεκτικές απειλές ή/και σωματικές επιθέσεις το 2022 (CaseGuard), το 28% των εκπαιδευτικών στο Ηνωμένο Βασίλειο δηλώνει ότι έχει υποστεί λεκτική κακοποίηση, ενώ το 13% έχει δεχτεί σωματική επίθεση από μαθητή (Evening Standards, UK).
Το 77% των δασκάλων δημοτικού στο Οντάριο του Καναδά δηλώνει ότι έχει βιώσει προσωπικά ή έχει γίνει μάρτυρας βίας εναντίον ενός άλλου εκπαιδευτικού. Το 42% έχει υποστεί σωματικό τραυματισμό, ασθένεια ή ψυχολογικό τραυματισμό/ασθένεια ως αποτέλεσμα της βίας εναντίον του κατά τη διάρκεια αυτής της σχολικής χρονιάς 2022-2023 (Durham Radio News, ΗΠΑ).
Στη Γαλλία δάσκαλος μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από μαθητή (BBC World News, Γαλλία), ενώ το φαινόμενο μοιάζει να είναι σε έξαρση και στη Γερμανία (Deutsche Welle), τη Νέα Ζηλανδία (Stuff) και αλλού.
Σύμφωνα με μια νέα έρευνα από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, το 1/3 των εκπαιδευτικών αναφέρει ότι βίωσε τουλάχιστον ένα περιστατικό λεκτικής παρενόχλησης ή απειλής βίας από μαθητές κατά τη διάρκεια της πανδημίας (National Education Association, USA). Οι σχολικοί διευθυντές δε βιώνουν το υψηλότερο ποσοστό (75%) βίας και κακοποίησης στην Αυστραλία (ABC News).
Αν τα εμπειρικά στοιχεία και οι έγκυρες καταγραφές στο εξωτερικό είναι περιορισμένες, στην Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτες! Είναι άραγε το φαινόμενο περιορισμένο ή δεν έχει ακόμα βρει η επιστημονική κοινότητα τα εργαλεία μελέτης του;
Αυτό που απασχολεί με σιγουριά την εκπαιδευτική κοινότητα είναι οι παρεμβάσεις για τη μείωση της βίας. Για να φτάσουμε όμως στο πώς, θα πρέπει να έχουμε μια εμπεριστατωμένη απάντηση για το γιατί.
Παράλληλα λοιπόν με την έρευνα που πρέπει να διεξαχθεί αναφορικά με τους ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες, απαιτείται να διερευνηθούν και οι πολιτισμικές, κοινωνιολογικές, οικονομικές, πολιτικές και θεσμικές διαστάσεις του φαινομένου, να συνυπολογιστούν δηλαδή οι παράγοντες εκείνοι που έχουν μετασχηματίσει τη δομή των κοινωνιών από την αρχή του 21ου αιώνα.
Φυσικά εφόσον ακόμα βρισκόμαστε σε αυτό το επίπεδο, ο διάλογος που προκύπτει τείνει να ψυχολογικοποιεί ένα κοινωνικό φαινόμενο με αποτέλεσμα να θολώνει το τοπίο. Δηλώσεις δηλαδή όπως «τα παιδιά φταίνε», «οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να επιβληθούν», «οι γονείς δεν έχουν μάθει τα παιδιά να είναι ευγενικά», «είναι μεγάλη η σήψη της κοινωνίας» κ.ά. διαμορφώνουν την κοινή γνώμη προς μια κατεύθυνση μη έγκυρη και μη επιστημονική.
Για να καθοριστεί όμως το πλαίσιο «…πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τα όρια του σχολείου και πέρα από το να κουνάμε το δάχτυλο στον επιθετικό μαθητή», όπως αναφέρει η Dorothy Espelage, καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Illinois.
Η κυρία Μαρία Οικονόμου είναι ψυχολόγος, ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό σε Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής.