Αγαπητή αναγνώστρια, ξέρω ότι είσαι σε αυτή τη σελίδα για τον Γιαννακίδη, σε καταλαβαίνω, αλλά μια και έπεσε το μάτι σου εδώ πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι οι επόμενες γραμμές δύσκολα θα σε κάνουν σοφότερη. Σε κάθε περίπτωση, ας μη σπαταλάω άλλο τον πολύτιμο χρόνο σου, κι ας σου πω γιατί με βρήκες.
Γιατί κι εσύ, όπως κι εγώ, θεωρείς μία από τις τελευταίες δημόσιες εκφράσεις ανθρωπιάς αυτές τις αδιευκρινίστου ηλικίας γυναίκες που κυκλοφορούν με τις σακουλίτσες τους μέσα στις σακούλες τους και έχουν βρει να ταΐζουν το δικό τους κοπάδι από γάτες. Σε κάθε γειτονιά της πόλης, όπου υπάρχει ένα οικόπεδο ή ένα ερειπωμένο σπίτι (που τα κληρονόμησαν 19 ξαδέλφια που δεν μπορούν να συνεννοηθούν να τα πουλήσουν), υπάρχει μια κυρία που θα βρει τον χρόνο να σερβίρει μεζεδάκια στην τριχωτή συμμορία των ενοίκων του. Το πιο συγκινητικό για σένα, και προφανώς για μένα, είναι το ύφος τους: Μοιάζουν τόσο σοβαρές κατά τη διάρκεια του σερβιρίσματος, λίγο σαν να είναι επικεφαλής χειρουργοί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς ή σαν να προσγειώνουν αεροπλάνο. (Μεταξύ μας, δεν έχω βρεθεί ποτέ σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς ούτε σε πιλοτήριο στη διάρκεια της προσγείωσης, αλλά ελπίζω εκείνες τις στιγμές ο γιατρός και η πιλότος να είναι το ίδιο σοβαροί.)
Το έχεις διαπιστώσει εκείνες τις λίγες φορές που σε λιγώνει τόσο πολύ η πράξη τους, που σταματάς να τους πεις ένα «Να είστε καλά που τα φροντίζετε» ή «Τι ωραίο μαγειρέψατε σήμερα για τα γατάκια;» και αυτές μοιάζουν απόλυτα αιφνιδιασμένες που κάποιος τις διέκοψε. Είναι σαν παπάς που κρατάει το μωρό από τις μασχάλες πάνω από την κολυμπήθρα, κι ένας θείος του βρέφους ρωτάει από τη δεύτερη σειρά: «Πάτερ, τι ώρα είναι;».
Θέλει άραγε τόση συγκέντρωση και προσοχή η καλοσύνη; Δύσκολη ερώτηση μου βάζεις (το δικαιούσαι, βέβαια, αφού έχεις φτάσει ως εδώ), αλλά – έτσι, διαισθητικά – φαντάζομαι ότι με τόση μαυρίλα που μας περιβάλλει, όταν αισθάνεσαι ότι μπορείς να ξεφύγεις λίγο απ’ αυτή, θέλεις να το κάνεις σωστά.
Το μόνο που σε ενοχλεί, αγαπητή αναγνώστρια, είναι τα βλέμματα των περαστικών. Διαστρωματώνονται σαν φρέντο καπουτσίνο σκέτο σε διάφανο ποτήρι. Κάτω είναι ο καφές, μαύρος: «Πόσο αργόσχολη πρέπει να είναι αυτή για να ασχολείται με τις γάτες της γειτονιάς;». Μια πικρόχολη σκέψη από όσους βιάζονται να προλάβουν κάτι «σαφώς πιο σημαντικό». Από πάνω, είναι η κρέμα, λευκή σαν τοίχος ψυχιατρείου: «Κοίτα την τρελή που ασχολείται με τις γάτες». Διότι η ζωή τους είναι τόσο ξέχειλη από λογική, που θα έδιναν και λίγη για να σώσουν την κυρία που ταΐζει τα έρμα τα ζωντανά. Και πάνω-πάνω είναι η κανέλα, για τους μερακλήδες: Οσους τη ζηλεύουν για αυτό που κάνει, αλλά ζορίζονται να τη μιμηθούν με τον φόβο της γνώμης των υπολοίπων. Ας είναι! Αυτή, τουλάχιστον, δεν τη νοιάζουν τα βλέμματα, τη νοιάζει να έχει μαζί της αρκετό φαγητό για να μην τσακώνονται τα «παιδιά» της.
Αυτά τα ολίγα για αρχή, αγαπητή μου αναγνώστρια. Ευχή και κατάρα σου δίνω, να τα ξαναπούμε.