Τι συγκρούεται στον δημόσιο διάλογο και στα σόσιαλ μίντια αυτές τις ημέρες; Οι αλήθειες των συγγενών με αυτές των δικαστών; Οι σκαπανείς κάθε είδους μπαζωμάτων με τους συνενόχους της συγκάλυψης; Τα ωμά συμφέροντα με το ασίγαστο πένθος; Ο καθένας διαλέγει την όχθη που του ταιριάζει, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την τοξικότητα που αναβλύζει ξανά από τα βάθη της κοινωνίας εξαιτίας των Τεμπών και που στην πραγματικότητα ελάχιστη σχέση έχει με τα Τέμπη.

Αναιτιολόγητη δεν είναι. Λάθος χειρισμοί έγιναν, κρίσιμο αποδεικτικό υλικό χάθηκε, σκόπιμες καθυστερήσεις από τις εμπλεκόμενες εταιρείες υπήρξαν, ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού διαπιστώθηκε. Πάνω σε αυτά καλλιεργήθηκαν θεωρίες που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην πυρόσφαιρα της συνωμοσιολογίας, αν δεν ήταν απόλυτη η ανάγκη να ελεγχθούν τα πάντα και να μη μείνει καμία σκιά στη διερεύνηση αυτής της φοβερής τραγωδίας. Οπως έλεγε ο Εσε, «η αλήθεια έχει εκατομμύρια πρόσωπα, αλλά υπάρχει μόνο μία αλήθεια».

Ο νέος διχασμός αρχίζει να μοιάζει επικίνδυνα με τον προηγούμενο των μνημονίων. Και στις δύο περιπτώσεις συμφέροντα συγκλίνουν και κερδοσκοπούν, παρασύροντας μια κοινωνία έτοιμη να εκραγεί πάλι για οικονομικούς λόγους. Η κυβέρνηση καταγγέλλει τα συμφέροντα, καταγγέλλει το ΠαΣοΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ ότι σύρονται από τον Βελόπουλο και την Κωνσταντοπούλου, η οποία διαδίδεται ότι βρίσκεται πίσω από την Καρυστιανού.

Ποιος κερδίζει από αυτή την τακτική; Οχι η κυβέρνηση, αλλά ο λαϊκισμός που καταγγέλλει και ο δήθεν αντισυστημισμός που τρέφεται από το σύστημα φαίνεται να θεριεύει και γι’ αυτό κανένας δεν θέλει πραγματικά να τον αγγίξει. Η αλήθεια έχει μεγάλο κόστος, όπως διαπίστωσαν οι πολιτικοί της μνημονιακής περιόδου.

Η κολακεία των ακατέργαστων ενστίκτων μερίδας της κοινωνίας, η οποία, είτε λόγω της συγκυρίας είτε επειδή κάνοντας περισσότερο θόρυβο στις διαδικτυακές πλατφόρμες εμφανίζεται ως πλειοψηφική, είναι πιο πρακτική.

Πίσω από τα Τέμπη κρύβεται η πραγματική αιτία του νέου παροξυσμού, που δεν είναι άλλη από την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Το κουκούλι της ασφάλειας χάθηκε για πάντα την περίοδο της οικονομικής κρίσης, το κράτος και οι θεσμοί δεν κατάφεραν να προστατεύσουν τους πολίτες και αυτή η προδοσία διατηρείται ακόμα ζωντανή.

Οταν βρέθηκε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, φρόντισε να υποσκάψει κι άλλο το κύρος των θεσμών, με την κυνική αντιμετώπιση της κρατικής εξουσίας αλλά κυρίως με την εργαλειοποίηση της δικαστικής εξουσίας. Η ΝΔ υποσχέθηκε ότι θα θεραπεύσει τις πληγές και έκανε λίγα και ανεπαίσθητα για το κράτος, όταν δεν κουκούλωνε τις υποκλοπές, δεν απαξίωνε τις ανεξάρτητες αρχές, τη Βουλή και τις εξεταστικές επιτροπές της, ως και τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Τώρα που γίνεται η έκρηξη αντιδρά πότε ενοχικά, πότε απολογητικά, πότε σπασμωδικά. Σέρνεται χωρίς στρατηγική στις λάθος συγκρούσεις, ενώ είναι φανερό ότι αυτό που χρειάζεται είναι βαθιές τομές, οι οποίες θα δείξουν στους πολίτες ότι το πολιτικό σύστημα κατάλαβε και αλλάζει, ότι παύει να αναπαράγει τις ίδιες βολικές για το ίδιο παθογένειες, όποιο κόμμα και αν αναλάβει την εξουσία.

Αν η κυβέρνηση δεν θέλει το τσουβάλιασμα, ας τολμήσει να κάνει αυτό που πρέπει. Διαφορετικά, είναι πολύ πιθανό να σκάσει στα χέρια της η θεσμική βόμβα όπως έσκασε στα χέρια του ΠαΣοΚ η δημοσιονομική. Και τότε ποιος θα πει το «game over», αν όχι το παρδαλό αντισύστημα;