Το γεγονός πως τις τελευταίες εβδομάδες το timeline μας – και όχι μόνο στην Ελλάδα – γέμισε με Adolescence αποδεικνύει πόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε ακόμα τον κώδικα της τέχνης. Μπορεί να κυκλοφορούν εκατό βιβλία με το ίδιο θέμα, να οργανώνονται συνέδρια, να είναι ένας μόνιμος φόβος που περνάει σαν μοβ κορδέλα μπροστά από τα μάτια όλων των γονιών, αλλά η κουβέντα άνοιξε ύστερα από τέσσερα αριστουργηματικά μονοπλάνα.
Γιατί άραγε; Γιατί έπρεπε να το δούμε έτσι για να μας ενεργοποιήσει; Γιατί χρειάζονταν μερικές συγκλονιστικές ερμηνείες μιας χούφτας εγγλέζων ηθοποιών για να μιλήσουμε για τα παιδιά μας; Γιατί δεν ήταν αρκετή η πραγματικότητα;
Γιατί κανένα άρθρο, καμία είδηση, κανένα ρεπορτάζ με πραγματικούς ήρωες δεν θα μπορούσε ποτέ να ευαισθητοποιήσει τόσο; Η απάντηση είναι η τέχνη. Όσο και να έχει λοιδορηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όσο κι αν έχει απαξιωθεί, συκοφαντηθεί από τους «ρεαλιστές», όσο κι αν τη θεωρούν κάτι δευτερεύον για να περνάει ευχάριστα (;) η ώρα μας, ο κώδικας της τέχνης γεννήθηκε μαζί με τον άνθρωπο και αν πεθάνει θα πεθάνει μαζί του.
Είναι για τον ίδιο λόγο που ένα έργο στην Εθνική Πινακοθήκη μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη αντίδραση από οποιαδήποτε δήλωση, από οποιαδήποτε δημόσια τοποθέτηση. Για τον ίδιο λόγο που μας συγκινεί ένα ερωτικό τραγούδι, που κάποιος πεθαίνει από έρωτα σε μία εποχή που δεν πεθαίνουμε πια από έρωτα.
Για τον ίδιο λόγο που μας γοητεύει η ιστορία κάποιου που δίνει τη ζωή του για έναν καλύτερο κόσμο, σε εποχές που η γενναιότητα και ο ηρωισμός είναι απλώς κολλήματα ορισμένων «losers» που ψάχνουν νόημα στη ζωή τους ή θέλουν απλά να τραβήξουν την προσοχή και να στρέψουν τα φώτα πάνω στο υπερεγώ τους.
Η τέχνη εμπεριέχει στο κύτταρό της την υπερβολή, αλλά όχι το ψέμα, εκεί υπάρχει μία παρεξήγηση. Ακόμη και όσοι ακολούθησαν τον τρόπο του απόλυτου ρεαλισμού, δίχως συμβολισμούς, χωρίς ποιητικές αποστροφές και αποτύπωσαν κόσμο, αισθήματα και ιδέες μέσα από το πεντακάθαρο πρίσμα της πραγματικότητας, δεν κατάφεραν να αποφύγουν την υπερβολή για να μιλήσουν. Την υπερβολή του παραδείγματος, την υπερβολή της επιμερισμένης εικόνας, την υπερβολή της εκβίασης του συναισθήματος. Είναι αδύνατον να τα αποφύγεις αυτά στην τέχνη. Πώς θα γίνει να συγκινήσεις αν δεν πειράξεις λίγο τις παραμέτρους και δεν αμφισβητήσεις τις ευθείες γραμμές που ενώνουν την παρατήρηση με το συμπέρασμα;
Δεν ξέρω αν η τέχνη παρουσιάζει τη ζωή όπως θα έπρεπε να είναι – νομίζω πως όχι, η ζωή όπως τη ζούμε είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε εναλλακτική –, όμως είναι ο υπέροχος, μη κανονικός κόσμος, σε μία κανονικότητα που δεν αντέχεται εύκολα. Είναι η δυνατότητα της εναλλακτικής, ανεξάρτητα αν αυτή θα πραγματωθεί ποτέ. Η τέχνη, όπως και το όνειρο, δεν ορίζουν τόπο, αλλά διαδρομή. Ξέρουμε πως δεν θα πάμε ποτέ στα αστέρια αλλά αλίμονο αν τα χάσουμε και από τα μάτια μας.
Τελικά χρειαζόμασταν το «Adolescence», όχι για να τρομάξουμε, ούτε για να νιώσουμε περισσότερο τα εφηβάκια μας, αλλά για να σταματήσουμε για λίγο την τρελή μας κούρσα της καθημερινότητας και να μας παρατηρήσουμε απ’ έξω.