Μοίρα καλή με έφερε πριν από καμιά δεκαριά μέρες στη Βενετία, μια πόλη που θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στη λίστα με «Τα δέκα μέρη που πρέπει να δεις προτού πεθάνεις» και σίγουρα συγκαταλέγεται στη λίστα με «Τα δέκα μέρη που πρέπει να δεις προτού πεθάνουν».

Σαν να μην της έφτανε η γεωγραφία της και η αρχιτεκτονική της, που της δίνουν μια παραμυθένια ομορφιά, ίσως βέβαια και εξαιτίας αυτής της ομορφιάς, η πόλη φιλοξενεί και την Μπιενάλε, μια καλλιτεχνική πολυ-έκθεση, η οποία ολοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή. Κάπως έτσι βρέθηκα κι εγώ στους διαδρόμους και στις αίθουσες της διοργάνωσης «να πραγματοποιώ το όνειρο κάποιου άλλου», όπως καμιά φορά μάς συμβαίνει.

Το αστείο

Φέτος η 60ή Μπιενάλε της Βενετίας είχε τίτλο «Ξένοι Παντού», κάτι που ακούγεται σαν εσωτερικό αστείο, μιας που η Βενετία πρέπει να είχε πρόβλημα υπερτουρισμού πριν καν εφευρεθεί η λέξη. Μιλάμε για μια σκανδαλωδώς εκθαμβωτική πόλη που – για να κάνουμε άλλο ένα εύκολο αστείο, κατά τα ειωθότα της στήλης – βουλιάζει στους τουρίστες, σχεδόν ασχέτως εποχής.

Οι συμμετέχοντες, παρ’ όλα αυτά, ερμήνευσαν διαφορετικά τον τίτλο. Αντί να ασχοληθούν με το φαινόμενο του τουρισμού και την αλλοίωση και τα προβλήματα που αυτός επιφέρει, πολλά έργα επικεντρώθηκαν στη μετανάστευση, στον εκπατρισμό, στην εξορία, άλλα και στο «ξένο» με την έννοια του αλλότριου, του διαφορετικού, του αταίριαστου, του περιθωριοποιημένου. Αλλά το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι πολλά επικεντρώθηκαν, υπό μία έννοια, στο ιθαγενές. Ξένος εδώ δεν είναι ο αυτόχθονας, αλλά ο άποικος, ο ρατσιστής, ο ξενόφοβος, ακόμα κι αν είναι μόνιμος κάτοικος της περιοχής όπου γεννήθηκε.

Παρότι μια τέτοια έκθεση φιλοδοξεί να δώσει φωνή σε καλλιτέχνες που ξεφεύγουν από το μέινστριμ, queer και γυναίκες για παράδειγμα, κι ακόμα παραπάνω, σε καλλιτέχνες που οι ίδιοι/ες φιλοδοξούν να εκφράσουν τους υποτελείς, τους εκτοπισμένους, τους αουτσάιντερ, δεν μπόρεσα να μην κάνω τη σκέψη ότι η 60ή Μπιενάλε μοιάζει να κυνηγάει ασθμαίνοντας την πραγματικότητα. Μοιάζει να την καταγράφει, αντί να την αναδεικνύει πριν καν την αντιληφθούμε. Πότε έπαψε η τέχνη να είναι «το καναρίνι στο ορυχείο» και πότε άρχισε να τρέχει να συμβαδίσει με κάτι που μοιάζει ήδη χιλιοειπωμένο; Από την άλλη, ίσως είναι μεγάλη απαίτηση να περιμένουμε κάτι πραγματικά πρωτοποριακό και αναπάντεχο σε κάτι τόσο προβεβλημένο, για να μην πούμε «κλασικό» πια.

Ισως μια άλλη ανάγνωση να πει ότι δεν είναι σωστό να μπερδεύουμε την τέχνη με τον ακτιβισμό, ας αφήσουμε τους καλλιτέχνες να το κάνουν, όποτε κι όταν το θέλουν. «Ξένοι, μη μας αφήσετε μόνους μας με τους Δανούς» διατράνωνε μια βιντεοεγκατάσταση, αν και εδώ που τα λέμε θα μπορούσε να ειρωνεύεται σχεδόν οποιονδήποτε βορειοδυτικό (και όχι μόνο) λαό. Το έργο είχε ως έναυσμα μια αφίσα που κατέκλυσε τους δρόμους της Κοπεγχάγης το 2002 – ναι, το 2002 – ως σχόλιο για τις αντιμεταναστευτικές και ξενοφοβικές πολιτικές της Δανίας και έκτοτε έγινε αντιρατσιστικό σύμβολο.

Η απήχηση

Θεωρώ, ωστόσο, ότι το «πρόβλημα» σε αυτά τα μηνύματα είναι η απήχησή τους. Διότι οι βασικοί αποδέκτες, οι φιλότεχνοι, είναι ήδη πεισμένοι για τη σημασία τους, από την άλλη οι υπόλοιποι είτε δεν θα το λάβουν ποτέ είτε θα γελάσουν με την καρδιά τους: «Αντε πάλι με τα δικαιώματα. Αν δεν είσαι γυναίκα, γκέι ή μη λευκός, έχεις τόσες πιθανότητες να περάσεις απ’ την Μπιενάλε όσες κι ένας πλούσιος την πύλη του Παραδείσου» θα πουν από μέσα τους ή και δημοσίως. Γιατί όσο και να τους δείχνει η Μπιενάλε το πρόβλημα, πάντα κάποιοι θα κοιτάζουν το δάχτυλο. Ή μια γέφυρα πάνω από ένα κανάλι..