Ενα από τα μέτρα που ήταν στον σχεδιασμό της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας λογικά θα σβήστηκε από τον μαυροπίνακα του κ. Φλωρίδη, πριν καν αποφασιστεί και εφαρμοστεί. Γιατί ακόμη και αν κατεβάσεις το ηλικιακό όριο των σωφρονιστικών ποινών στα 14 έτη, τι μέτρα να λάβεις για νήπια που σπάνε τα δόντια ενός 4χρονου με ειδικές ανάγκες; Ισόβια; Και μετά τι άλλο μένει; Αστυνόμευση μέσα στην αίθουσα νεογνών;
Το φαινόμενο της σχολικής βίας δεν εμφανίστηκε τώρα ώστε να δικαιολογεί τόσο σπασμωδικές αντιδράσεις έστω και στο στάδιο της θεωρίας. Δεν εμφανίστηκε καν, ασχέτως αν έγινε πιο έντονο, στα βάθη της οικονομικής κρίσης. Κυκλοφορούσε διαρκώς κάπου εκεί έξω, ξεκινώντας πάντα από μέσα. Από ένα ασταθές οικογενειακό περιβάλλον, από κάποιο υπερτροφικό πατρικό εγώ, από μια τιμωρία που έπεσε κάποια στιγμή για μια ανυπακοή και τελικά έμεινε μετέωρη, κούφια ως απειλή, να προκαλεί φόβο.
Ο φόβος, όμως, σύμφωνα με όλες τις παιδοψυχιατρικές προσεγγίσεις και μελέτες των τελευταίων δεκαετιών, δεν προφυλάσσει από τίποτα. Το μόνο που κάνει είναι να γεννάει περισσότερη βία, κρυμμένος καλά πίσω από αυτή ή ανάμεσα σε κοινωνικές ρωγμές. Γι’ αυτό και μέτρα που έχουν στόχο την τιμωρητική διαχείριση της σχολικής βίας, άρα τη δημιουργία ενός ακόμη πιο φοβικού περιβάλλοντος, το πιθανότερο είναι να μην πετύχουν απολύτως τίποτα ή να προκαλέσουν έναν φαύλο κύκλο δράσης – αντίδρασης.
Ο Ρος Γκριν, κλινικός παιδοψυχολόγος, σταθερός συνεργάτης του Harvard Medical School και συγγραφέας του «The Explosive Child», είναι σαφής. Η πρόληψη εξαφανίζει τη βία, η καταστολή απλώς την κοιμίζει, μέχρι να ξυπνήσει ακόμη πιο επιθετικά, σαν από νάρκωση μετά από βαρύ χειρουργείο. Βέβαια, το μοντέλο του Γκριν δεν είναι μία απλή διαδικασία. Απαιτεί οργάνωση, συνέπεια, καταγραφή, συμμετοχή, συνεργασία. Ανάμεσα στον γονέα και στο παιδί.
Στην περίπτωση της σχολικής βίας, ωστόσο, οι γονείς και τα παιδιά δεν φτάνουν. Είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που χρειάζεται να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και οπωσδήποτε τα παιδιά. Για να καταλάβουμε εμείς από εκείνα ποιες είναι οι δυσκολίες τους και να προλάβουμε τον επόμενο ξυλοδαρμό, την επόμενη ομαδική επίθεση. Κάθε φορά άλλωστε που σηκώνουμε χέρι πάνω τους, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να τους δείχνουμε πώς γίνεται. Κι εκείνα, πάντα ως βελτιωμένες εκδοχές του εαυτού μας, έρχονται και μας αντιγράφουν με μεγαλύτερη ένταση. Κι ας μην το θέλουν πραγματικά.