Από τη δεκαετία του 1990 η βασική στρατηγική των «κυβερνητικών» κομμάτων στην Ευρώπη (σοσιαλδημοκρατικών στην Αριστερά, λαϊκών και χριστιανοδημοκρατικών στη Δεξιά) είναι η στροφή στο Κέντρο του πολιτικού φάσματος και η προσέλκυση ψηφοφόρων που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι.
Η στροφή προς το Κέντρο είναι αποτέλεσμα της κρίσης εκπροσώπησης λόγω των οικονομικών κρίσεων, της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού και της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων. Τα πολιτικά κόμματα μετασχηματίζονται σε κόμματα καρτέλ τα οποία αναπαράγονται μέσω της υιοθέτησης των κρατικών αναγκαιοτήτων: έμφαση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, εισαγωγή Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ και συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν στην απο-ιδεολογικοποίηση της κοινωνίας, στην ατομική κατανάλωση και στον μετασχηματισμό του πολίτη σε πελάτη που «αγοράζει» κυβερνητικές πολιτικές.
Με τον τρόπο αυτόν, η πολιτική μετεξελίσσεται σε μετα-πολιτική και η δημοκρατία σε μετα-δημοκρατία. Η βασική διαιρετική τομή Αριστερά-Δεξιά εμφανίζεται ως ξεπερασμένη, ενώ το επίδικο του κομματικού ανταγωνισμού είναι απλά η κυβερνητική διαχείριση. Η νομιμοποίηση για τις κυβερνητικές θέσεις δεν πηγάζει από τη συμμετοχή σε κόμματα ή σε οργανώσεις της κοινωνίας, αλλά από την κατοχή τεχνοκρατικής γνώσης. Η παραγωγή του προγράμματος και του πολιτικού προσωπικού εκχωρείται στα (ιδιωτικά) ΜΜΕ, στους ειδικούς της επικοινωνίας, με όρους lifestyle.
Ετσι, τα πολιτικά κόμματα δεν αντιμετωπίζονται ως φορείς διαιρετικών τομών και πολιτικής/ιδεολογικής διαφοροποίησης, αλλά ως προϊόντα της διαφημιστικής αγοράς με στόχο τη μεγιστοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος. Και στο πλαίσιο αυτό υιοθετείται η στρατηγική του Κέντρου και του κεντρώου ψηφοφόρου.
Ωστόσο, με βάση την ανάλυση του Maurice Duverger, Κέντρο δεν υπάρχει. Το κόμμα του Κέντρου δημιουργείται από επάλληλους δυϊσμούς της διαιρετικής τομής Δεξιάς και Αριστεράς. Υιοθετεί δηλαδή πολιτικές θέσεις και από τη Δεξιά και από την Αριστερά και με αυτόν τον τρόπο διαφοροποιείται πολιτικά. Σε σχέση με την προσέλκυση των ψηφοφόρων, δίνεται έμφαση στον median voter, τον ψηφοφόρο που αυτοπροσδιορίζεται ως κεντρώος, χωρίς να αναλύονται τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά σε σχέση με τα πολιτικά ζητήματα (Υγεία, Παιδεία, μετανάστευση, ασφάλεια, οικονομία κ.λπ.)
Και στις δύο περιπτώσεις η συγκεκριμένη στρατηγική είναι προβληματική. Η στροφή προς το Κέντρο σηματοδοτεί τη ρευστοποίηση της μαζικής οργανωτικής τους δομής και τη σύγκλιση στη σοσιαλ-φιλελεύθερη ατζέντα: μείωση αναφορών σε κοινωνικά στρώματα και στις πολιτικές κοινωνικού κράτους, με παράλληλη έμφαση στη δικαιωματική και νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Μια σύγκλιση στην κεντροδεξιά θέση του κομματικού ανταγωνισμού. Παράλληλα, η έμφαση στον κεντρώο ψηφοφόρο σηματοδοτεί τον ανταγωνισμό για την πολιτική έκφραση των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε μια συγκυρία οικονομικών κρίσεων και αύξηση των ανισοτήτων.
Το αποτέλεσμα αυτής της τάσης ότι, στις σημερινές συνθήκες, η στρατηγική του Κέντρου οδηγεί σε μεγαλύτερη κρίση εκπροσώπησης, σε αύξηση της αποχής και σε αποευθυγράμμιση παραδοσιακών ψηφοφόρων από τα κυρίαρχα κόμματα είτε με την ανάδειξη κομμάτων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που αποτελούν δημοκρατική εναλλακτική είτε στη συνολική αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών με τα κόμματα της Ακροδεξιάς να αμφισβητούν τον πυρήνα του δημοκρατικού και φιλελεύθερου κεκτημένου των δυτικών κοινωνιών.
Ο κ. Χρύσανθος Δ. Τάσσης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Shippensburg στην Pennsylvania των ΗΠΑ.