Στην τελική ευθεία έχουν εισέλθει οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου και καθώς πλησιάζει η ημερομηνία αυτή, γίνεται όλο και πιο δυσχερής η προσπάθεια να προβλεφθεί το αποτέλεσμα. Και τούτο διότι όλες σχεδόν οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τους δύο υποψηφίους περίπου ισοδύναμους, σε ένα εκλογικό σύστημα όπου ούτως ή άλλως ο αριθμός των ψήφων, όταν η διαφορά είναι μικρή, δεν έχει και τόση σημασία, καθώς αυτό που καθορίζει τελικά την εκλογή είναι ο αριθμός των εκλεκτόρων.
Διότι ας μην ξεχνάμε ότι οι Αμερικανοί, μέσω ενός πολύπλοκου εκλογικού συστήματος, ουσιαστικά ψηφίζουν εκλέκτορες, ο αριθμός των οποίων είναι συνάρτηση του πληθυσμού κάθε Πολιτείας. Ετσι αρκεί σε μια Πολιτεία ένας υποψήφιος να πάρει μόνον μια ψήφο παραπάνω και να κερδίσει το σύνολο των εκλεκτόρων της Πολιτείας αυτής. Είναι άλλωστε γνωστό ότι στις προεδρικές εκλογές του 2016 η Χίλαρι Κλίντον είχε λάβει περισσότερες ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος όμως εξελέγη λόγω του ότι είχε εξασφαλίσει περισσότερους εκλέκτορες.
Kαι ενώ στις 43 από τις 50 Πολιτείες είναι περίπου γνωστό ιστορικά ποιο κόμμα προηγείται συνήθως, στις υπόλοιπες 7 που θεωρούνται αμφίρροπες (οι λεγόμενες swing states: Αριζόνα, Τζόρτζια, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Β. Καρολίνα, Πενσυλβάνια, Ουισκόνσιν) θα παιχθεί τελικά το αποτέλεσμα. Και γι’ αυτό και οι δύο υποψήφιοι από το πρωί ως το βράδυ τρέχουν τώρα πάνω-κάτω στις Πολιτείες αυτές για να εξασφαλίσουν τις πολύτιμες ψήφους τους. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα που έχει ξεπεράσει κάθε όριο ευπρέπειας και πολιτικού πολιτισμού. Κάτι που συμβαίνει ίσως για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση. Κυρίως επειδή την τακτική αυτή έχει εγκαινιάσει ο γνωστός μας για το απαράδεκτο ύφος του και την εκτόξευση προσωπικών ύβρεων κατά της αντιπάλου του Ντόναλντ Τραμπ.
Με αποτέλεσμα ακόμη και πρώην συνεργάτες του να τον κατηγορούν τώρα για τη συμπεριφορά του αυτή. Οπως ο πρώην επιτελάρχης του στον Λευκό Οίκο στρατηγός Τζον Κέλι, που τον χαρακτήρισε «φασίστα» και αποκάλυψε ότι θαύμαζε τον Χίτλερ! Και δεν είναι περίεργο που η Κάμαλα Χάρις προσπαθεί τώρα να πλησιάσει τους δυσαρεστημένους από τη συμπεριφορά του Τραμπ – και πιο σοβαρούς από αυτόν – ψηφοφόρους του ιστορικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ενός Αβραάμ Λίνκολν.
Πέρα όμως από όλα αυτά, το σημαντικότερο είναι ότι οι αμερικανικές εκλογές διεξάγονται σε ένα εξαιρετικά ασταθές και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον, με τους δύο πολέμους στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία να συνεχίζονται, αλλά και με τη γενικότερη αναταραχή που επικρατεί και σε άλλες περιοχές (Βόρεια Κορέα, Σουδάν, Ταϊβάν κ.λπ.) και όπου η αμερικανική στάση είναι δεδομένη και καθοριστική. Ιδιαίτερη όμως ανησυχία εκδηλώνεται τώρα στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, καθώς είναι γνωστές οι απαράδεκτες αντιλήψεις του Τραμπ ως προς τον ρόλο των ευρωπαίων συμμάχων στην Ατλαντική Συμμαχία.
Τη στιγμή μάλιστα που οι περισσότεροι ευρωπαίοι ηγέτες πιστεύουν τώρα ότι είναι πλέον πολύ πιθανόν να κερδίσει τελικά ο Τραμπ και ότι στην περίπτωση αυτήν ο Μπάιντεν ελάχιστα περιθώρια θα έχει να ασκήσει αποτελεσματικά τη δική του πολιτική (η γνωστή θεωρία της «κουτσής πάπιας») μέχρι τον Ιανουάριο που θα ορκισθεί ο νέος πρόεδρος. Αυτά διαπίστωσε και ο Πούτιν για να κάνει μια επίδειξη ισχύος στη σύνοδο κορυφής της ομάδας των χωρών BRICKS, της θεωρούμενης ως «η φωνή του Παγκόσμιου Νότου» και αντίβαρου στην ηγεμονία της Δύσης. Οπου παρέστη μάλιστα και ο πολυπράγμων Ερντογάν, παίζοντας τα γνωστά διπρόσωπα παιχνίδια του. Και να δούμε τώρα, μέσα στο ρευστό αυτό κλίμα, πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα μετά την 5η Νοεμβρίου.