Η επίσκεψη εργασίας του πρωθυπουργού της Ελλάδος Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αγκυρα διατηρεί ακέραια τη σημασία της παρά τη σχετικώς βραχεία διάρκειά της. Αποτελεί σημαντικό βήμα στην εμπέδωση των βημάτων προόδου που έχουν σημειωθεί στις διμερείς σχέσεις κατά το τελευταίο έτος αλλά και συμβάλλει στη βελτίωση της διαπροσωπικής σχέσεως μεταξύ των δύο ηγετών.
Η διεξαγωγή της επισκέψεως λίγες μόνον ημέρες μετά την αναβολή της επισκέψεως του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο αποκτά μεγαλύτερη σημασία, καθώς δείχνει ότι η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν συναρτάται με την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Ανεξαρτήτως των σχέσεων της Αγκύρας με την Ουάσιγκτον ή και τις Βρυξέλλες, Ελληνες και Τούρκοι οφείλουν να διατηρούν ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και να διαλέγονται ακόμη και όταν διαφωνούν. Η ύπαρξη διαύλων επικοινωνίας, ακόμη και αν δεν επαρκεί για την επίλυση των χρονιζόντων προβλημάτων, διευκολύνει την έγκαιρη άρση παρεξηγήσεων και διαχείριση κρίσεων προτού αυτές να αποκτήσουν μεγάλες διαστάσεις. Κατά το παρελθόν πολλές κρίσεις στις διμερείς σχέσεις γιγαντώθηκαν λόγω της απουσίας αυτών των διαύλων.
Η επίσκεψη θα αποτελέσει επιπλέον και αφορμή για να καταγραφεί η πρόοδος που έχει συντελεσθεί σε ζητήματα που συγκροτούν τη λεγομένη «θετική ατζέντα» των διμερών σχέσεων, η σημασία της οποίας δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Οποιαδήποτε πρωτοβουλία συμβάλλει στην εκμετάλλευση του αναξιοποίητου δυναμικού των διμερών σχέσεων, είτε αυτή αφορά το εμπόριο είτε την κοινωνία των πολιτών, είναι ευπρόσδεκτη. Είναι χαρακτηριστική η θετική επιρροή που έχει ήδη καταγραφεί στην τουριστική κίνηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου για τα οποία συμφωνήθηκε η διευκόλυνση της εκδόσεως τουριστικής βίζας για πολίτες της Τουρκίας.
Πώς συνδυάζονται όλα αυτά με την πρόσφατη θλιβερή μετατροπή της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη σε τέμενος; Η πολιτική απόφαση της μετατροπής είχε ληφθεί τον Αύγουστο του 2020, λίγο μετά τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τέμενος, με πρόσχημα μια δικαστική απόφαση η οποία είχε ακυρώσει την από το 1948 απόφαση της κυβερνήσεως του Ισμέτ Ινονού για τη μετατροπή της Μονής της Χώρας από τέμενος σε μουσείο. Η εφαρμογή της πολιτικής αποφάσεως καθυστέρησε επί τετραετία με πρόσχημα την αναστήλωση του μνημείου. Υπήρξαν πάντως αντιδράσεις τόσο από ακαδημαϊκούς κύκλους όσο και από περιοίκους επιχειρηματίες, οι οποίοι ευλόγως ανησυχούσαν για την απώλεια τουριστικού εισοδήματος εξ αιτίας της μετατροπής. Η ήττα, ωστόσο, του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (Adalet ve Kalkınma Partisi-ΑΚΡ) στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές και η εντυπωσιακή άνοδος της επιρροής του ισλαμιστικού Νέου Κόμματος Ευημερίας φαίνεται ότι έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της εφαρμογής της αποφάσεως.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η είδηση της μετατροπής είχε περιορισμένη δημοσιότητα στα τουρκικά μέσα ενημερώσεως και δεν ερμηνεύθηκε ως ανθελληνική κίνηση αλλά ως κυβερνητική κίνηση καλής θελήσεως προς τους χολωμένους ισλαμιστές ψηφοφόρους. Και αν η πιθανότητα υπαναχωρήσεως της τουρκικής κυβερνήσεως μετά την αυριανή συνάντηση είναι δυστυχώς μηδενική, υπάρχουν σε κακή κατάσταση πολλά χριστιανικά μνημεία στην Τουρκία και μωαμεθανικά μνημεία στην Ελλάδα, η διάσωση και ανάδειξη των οποίων μπορεί να αποτελέσει σημαντική προσθήκη στη «θετική ατζέντα» των διμερών σχέσεων.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.