Η προστασία της ιδιωτικής σφαίρας του προσώπου κατοχυρώνεται σε σειρά διατάξεων του Συντάγματός μας. Συγκεκριμένα το άρθρο 9 προστατεύει τον ιδιωτικό βίο, το άρθρο 9Α απαγορεύει τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση προσωπικών δεδομένων του καθενός και το άρθρο 19 κατοχυρώνει την ελευθερία της επικοινωνίας καθώς και το απόρρητο του περιεχομένου της. Περαιτέρω οι διατάξεις του άρθρου 19 ορίζουν ότι η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους ασφαλείας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Η ισχύουσα νομοθεσία κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω προβλέπει άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων με διάταξη της αρμόδιας δικαστικής αρχής, η οποία πρέπει να αιτιολογεί, δηλαδή να περιλαμβάνει συλλογισμούς διά των οποίων συντελείται η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε ισχύουσες διατάξεις και να καθίσταται πρόδηλος ο αιτιώδης σύνδεσμος της συμπεριφοράς προς την περιγραφή των διατάξεων.
Επίσης η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας – κατά την επίμαχη περίοδο – αποφασιζόταν με διάταξη του εισαγγελέα Εφετών του τόπου της Αρχής (δικαστικής, αστυνομικής, στρατιωτικής ή πολιτικής) που υπέβαλλε το αίτημα, εκτός εάν σε αυτήν είχε αποσπαστεί και υπηρετούσε εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος όμως δεν υποχρεούται εκ του νόμου να αιτιολογήσει την άρση του απορρήτου.
Η ανωτέρω συνοπτικά παρατεθείσα νομοθεσία δεν απέτρεψε την παρακολούθηση πολιτικού αρχηγού, υπουργών, ανώτατου στρατιωτικού, εισαγγελικού λειτουργού κ.λπ., με τα κρίσιμα ερωτήματα να παραμένουν εν πολλοίς αναπάντητα, παρά το σχετικό πόρισμα που συνέταξε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Οι εν λόγω παρακολουθήσεις αποδίδονται σε κακόβουλο λογισμικό που ανήκει σε ιδιωτική εταιρεία και μόνο, χωρίς να πιστοποιείται σύμπραξη κρατικών υπηρεσιών. Ομως η σχετική διαδικασία προκαλεί ερωτήματα σχετικά με τον συνολικό αριθμό των προσώπων που νομοτύπως είχαν τεθεί σε ταυτόχρονη παρακολούθηση από κρατικές υπηρεσίες και το κακόβουλο λογισμικό Predator.
Ποιος εγγυάται το απαραβίαστο της φιλότητας και της οικειότητας που συχνά είναι η προϋπόθεση αλλά και το περιεχόμενο της επικοινωνίας; Ποιος εγγυάται ότι το υλικό παρακολούθησης δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί κακοβούλως μελλοντικά; Είναι αλήθεια ότι οι σχετικές ερευνητικές διαδικασίες πραγματοποιήθηκαν μόνο με τη συνδρομή δύο πραγματογνωμόνων και δεν εκλήθη μεταξύ άλλων η συνταγματικά αρμόδια ανεξάρτητη αρχή για τη διασφάλιση των επικοινωνιών (ΑΑΔΕ);
Ο κατάλογος των ερωτημάτων δυνητικά είναι μεγάλος. Η ουσία, όμως, παραμένει. Ποιος φυλάσσει τους πολίτες από τους φύλακες; Με άλλες λέξεις, ποιος και ποια διαδικασία διασφαλίζει ότι το απόρρητο της επικοινωνίας δεν πρόκειται να αρθεί με πρόσχημα την εθνική ασφάλεια; Η ανάγκη θεσμοθέτησης αιτιολογίας ικανής και επαρκούς να άρει το απόρρητο της επικοινωνίας και για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι προφανής. Διαφορετικά το χάσμα μεταξύ του κράτους δικαίου και του «κράτους του νόμου» μεγεθύνεται ανησυχητικά.
Η πολιτεία μας ίσως πρέπει να επαναπροσδιορισθεί στη νομική λογική του Πλάτωνα που επισήμανε και ανέδειξε στους νεότερους χρόνους ο H. Kelsen, ότι η δικαιοσύνη είναι «το εκάστω προσήκον αποδιδόναι».
Ο κύριος Αλκης Δερβιτσιώτης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.