Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς με την άποψη ότι η πολιτική διαχείριση για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη αποτελεί τη βάση και την αιτία πάνω στην οποία με την πάροδο του χρόνου πάτησε η οργή των συγγενών των θυμάτων, αλλά και η παραδοχή από την κοινή γνώμη περί συγκάλυψης των ευθυνών και των υπευθύνων αυτής της τραγωδίας.

Οι χειρισμοί για τη μη διερεύνηση και ποινικών ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα – αν είχαν λάβει υπόψη τους την πραγματικότητα της τραγωδίας και την ανάγκη για απόδοση ευθυνών και σε πολιτικούς, η κατάσταση σήμερα θα ήταν αλλιώς, σηματοδοτώντας την ύπαρξη και τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου, που και κράτος δικαίου είναι και το αποδεικνύει.

Από την άλλη πλευρά, οι δικαστικές αρχές επιχείρησαν αυτή τη φορά να κινηθούν με συνέπεια και ταχύτατα, σε αντίθεση με άλλες μεγάλες έρευνες για τραγωδίες στο παρελθόν, και να μην επαναληφθούν τα ολέθρια δικαστικά λάθη που σημειώθηκαν στις έρευνες για την εκατόμβη των νεκρών στο Μάτι ή για τη φονική πλημμύρα στη Μάνδρα.

Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό ορίστηκε από την αρχή των ερευνών, όπως όφειλε να γίνει και στο Μάτι αλλά δεν έγινε, εφέτης ανακριτής, όπως ορίζει ο νόμος και όπως έχει γίνει πολλές φορές στα μεταπολιτευτικά χρόνια για πολύ σοβαρές υποθέσεις.

Δύο χρόνια μετά την τραγωδία κάποιοι θέτουν σε αμφισβήτηση τον θεσμό του εφέτη ανακριτή, κάνοντας λόγο για διορισμένο δικαστή και για παραγκωνισμό των φυσικών δικαστών. Κάτι τέτοιο ούτε ισχύει ούτε μπορεί να ισχύει, για τον απλούστατο λόγο ότι η επιλογή σε κάθε πολύ σοβαρή έρευνα του εφέτη ανακριτή γίνεται με μυστική ψηφοφορία από την Ολομέλεια των Εφετών που υπηρετούν στο δικαστήριο που θα γίνουν οι έρευνες. Στην προκειμένη περίπτωση ο εφέτης ανακριτής για τα Τέμπη επιλέχθηκε από την Ολομέλεια των εφετών της Λάρισας, των συναδέλφων του δηλαδή, με ψηφοφορία.

Γιατί επικεντρώνομαι στον εφέτη ανακριτή και στην επιλογή του.

Γιατί η αμφισβήτηση θεσμών που έχουν αποδώσει σημαντικό έργο για δεκαετίες, όπως εκείνος του εφέτη ανακριτή που έχει δοκιμαστεί σε υποθέσεις μείζονος σημασίας, όπως η τρομοκρατία και η δράση της 17Ν και της «Χρυσής Αυγής», όπου τον ρόλο του εφέτη ανακριτή είχε και η σημερινή Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα, αλλά και σε άλλες υποθέσεις, όπως η Siemens, το Βατοπαίδι κ.τ.λ., δεν μπορεί παρά να αποτελεί πλήγμα στο δικαιικό μας σύστημα και τη δημοκρατία.

Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι μπορεί να έχουν γίνει λάθη στην ανάκριση, ή να μην έχουν γίνει όλα σωστά σε μια υπόθεση τόσο σοβαρή, όπου η δικογραφία αριθμεί ήδη 500.000 σελίδες!

Ομως η αμφισβήτηση, και μάλιστα με απειλές κατά του εφέτη ανακριτή και των δικαστικών που εμπλέκονται στις έρευνες, μόνον μια επόμενη μέρα που θα κινείται στις ράγες της αντισυστημικότητας μπορεί να φέρει. Και αυτό οφείλουμε όλοι να το αναλογιστούμε. Αλλο οι επικρίσεις σε βάρος της Δικαιοσύνης, που πρέπει να γίνονται και καλώς γίνονται, άλλο όμως να μπαίνουν όλα σε ένα μίξερ που πολτοποιεί τους θεσμούς και με ό,τι αυτό συνεπάγεται.