Ολοι λίγο-πολύ συμφωνούν ότι η κυβέρνηση έχει εισέλθει εδώ και καιρό σε τροχιά φθοράς, υποχώρησης και εν πολλοίς αναξιοπιστίας. Κατεγράφη άλλωστε στις πρόσφατες ευρωεκλογές, όπου η κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία είδε τα ποσοστά της να κάμπτονται και να ακολουθούν εκείνα της κατακερματισμένης και ασύνταχτης αντιπολίτευσης, παρότι η ίδια διατηρεί την πρωτοκαθεδρία και η επιρροή της στο εκλογικό σώμα παραμένει σχεδόν διπλάσια του δεύτερου κόμματος.
Για ορισμένους η φθορά – η όποια φθορά – φαντάζει λογική έπειτα από πέντε χρόνια διακυβέρνησης. Το πρόταγμα των μεταρρυθμίσεων δεν διατηρεί την ελκυστικότητα των πρώτων πανδημικών και μεταπανδημικών χρόνων, το προσδοκώμενο άλμα στην οικονομία απεδείχθη λειψό, οι ανισότητες διευρύνθηκαν, ο κλονισμός του Εθνικού Συστήματος Υγείας και η υποβάθμιση της Παιδείας φανέρωσαν τη μονομέρεια του κυβερνητικού σχεδίου και βεβαίως το σκάνδαλο των υποκλοπών, οι μεγάλες πληγές των Τεμπών, των πυρκαγιών και τόσων άλλων έδειξαν σε όλους ότι κάτι δεν πάει καλά στο «Βασίλειο» του κ. Μητσοτάκη.
Κοινώς, οι μεγάλες προσδοκίες που συνόδευαν το κυβερνών κόμμα από το 2019 δεν επιβεβαιώθηκαν, με αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να πάψει να παρακολουθεί μαγεμένη τις πρωτοβουλίες του «επιτελικού» κράτους. Πλέον περισσεύουν η αμφισβήτηση και η καχυποψία τόσο για την επάρκεια του σχεδίου, όσο και για τους σκοπούς που το συνοδεύουν.
Ωστόσο, δεδομένης της απολύτως προβληματικής, σχεδόν αποκαρδιωτικής, κατάστασης που επικρατεί στον ευρύτερο χώρο της αντιπολίτευσης η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ακόμη ευκαιρίες, δυνατότητες, άπειρους πόρους στη διάθεσή της και βεβαίως σχέδιο διακηρυγμένο, ανεξαρτήτως αν αυτό αρέσει ή δεν αρέσει.
Η ιδέα και η στόχευση του κ. Μητσοτάκη, όπως ο ίδιος τις περιέγραψε την περασμένη Τρίτη από τη Θεσσαλονίκη, είναι «η δεύτερη σύγκλιση» μέσω του πλήθους των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων που θα εξελιχθούν στα επόμενα τρία χρόνια μέχρι τις εκλογές του 2027.
Εργα συνολικού ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ, χρηματοδοτημένα από το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το τραπεζικό σύστημα, θα «τρέξουν» την προσεχή τριετία και είναι ικανά να αλλάξουν την τρέχουσα εικόνα και την ατμόσφαιρα κυβερνητικής φθοράς. Ο Πρωθυπουργός μίλησε, καθ’ υπερβολήν υποθέτουμε, για δεύτερο σχέδιο Μάρσαλ, αλλά όπως και να έχει, δηλώνει το εύρος και τη δυναμική που μπορεί να δημιουργήσει.
Η ιδέα του κ. Μητσοτάκη και των επιτελών του είναι απλή στη σύλληψή της. Οι διαθέσιμοι πόροι να πέσουν μαζικά στην οικονομία και να δράσουν πολλαπλασιαστικά μέσω των έργων, αυξάνοντας το εισόδημα, τις θέσεις εργασίας και τις ευκαιρίες αναγέννησης της περιφέρειας, όπου πραγματικά χωλαίνει εκλογικά.
Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον θα ευοδωθούν η ιδέα και το σχέδιο. Αλλά επί του παρόντος είναι το μόνο ενεργό και ικανό να φέρει οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, όσοι θεωρούν τελειωμένη τη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση και εκτιμούν ότι ο Μητσοτάκης θα πέσει με φωνές, ύβρεις και αβαθείς αντιπολιτευτικές κορόνες, πλανώνται πλάνην οικτράν. Υποτιμούν κατά βάση τις δυνατότητες ανάκαμψης που διατηρεί, όπως και την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μόνο μια αναγεννημένη, ενοποιημένη και προικοδοτημένη με αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης αντιπολίτευση μπορεί να αμφισβητήσει πραγματικά την έστω «κουρεμένη» νεοδημοκρατική υπεροχή.