Σε μία περίοδο κατά την οποία το διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον παραμένει ρευστό, με μεγάλες αβεβαιότητες και κινδύνους, το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των εκλογών σηματοδοτεί το τέλος της εγχώριας πολιτικής αβεβαιότητας. Ο κίνδυνος μιας νέας περιόδου πολιτικής και οικονομικής αστάθειας που θα εμπόδιζε την ανάκαμψη και θα οδηγούσε ενδεχομένως σε νέες μακροοικονομικές ανισορροπίες φαίνεται να έχει πλέον αποτραπεί.
Στον πρώτο γύρο των εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ τιμωρήθηκε διότι παρέμεινε ένα κόμμα διαμαρτυρίας χωρίς αξιόπιστο κυβερνητικό πρόγραμμα, σε μια εποχή που ο κόσμος έχει ξεπεράσει τη διαμαρτυρία και ψάχνει πυξίδα για το μέλλον. Αυτό του το παρείχε μόνο η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία, παρά τις κάποιες κυβερνητικές αδυναμίες και αστοχίες της, κατήγαγε έναν ιστορικό θρίαμβο.
Αν μετά τον δεύτερο γύρο των εκλογών επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν διστάσει να προωθήσει τολμηρές μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία, τότε όχι μόνο θα βελτιωθούν θεαματικά οι προοπτικές της οικονομίας, αλλά και η κυβέρνηση θα παραμείνει πολιτικά κυρίαρχη, κάτι το οποίο δεν έχει προηγούμενο στην περίοδο της Μεταπολίτευσης για κυβέρνηση δεύτερης τετραετίας.
Η ελληνική οικονομία ανέκαμψε ικανοποιητικά από τη βαθιά ύφεση του 2020 που προκλήθηκε από την πανδημία. Ωστόσο, για τα επόμενα χρόνια όλοι οι διεθνείς οργανισμοί αναμένουν σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Με δεδομένο ότι νέα σύννεφα έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται πάνω από την παγκόσμια οικονομία, και με δεδομένες τις διαρθρωτικές αδυναμίες τόσο της ευρωζώνης όσο και της ελληνικής οικονομίας, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο εφησυχασμός.
Για την Ελλάδα, μετά τη ρύθμιση του χρέους της το 2012, οι άμεσοι κίνδυνοι από μία νέα διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση έχουν περιοριστεί. Μέχρι το 2032, το εξωτερικό δημόσιο χρέος είναι ρυθμισμένο και μάλιστα σε σχετικά χαμηλά επιτόκια. Για αυτό και αναμένεται με σχετική βεβαιότητα και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ωστόσο, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας έχουν αντιμετωπιστεί μόνο σε ένα μικρό μόνο μέρος τους και η αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ είναι κάθε άλλο παρά ικανοποιητική.
Μία ένδειξη των διαρθρωτικών αδυναμιών που παραμένουν είναι η μεγάλη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αμέσως μόλις άρχισε να ανακάμπτει η ελληνική οικονομία από τη βαθιά ύφεση του 2020. Επιπλέον, σύμφωνα με τις τελευταίες μεσοχρόνιες προβλέψεις του ΔΝΤ, για την εξαετία 2023-2028 προβλέπεται ένας μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ μόλις 1,6%, μικρή περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας και μικρή μόνο βελτίωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το πρόβλημα του πως θα επιτευχθεί μία σημαντική επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης με παράλληλη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, η οποία θα οδηγήσει και σε ταχύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας και του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, αποτελεί την κυριότερη πρόκληση της οικονομικής πολιτικής για την επόμενη τετραετία. Απαιτούνται τολμηρές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μία κυβέρνηση με «λυμένα τα χέρια», όπως αυτή που προβλέπεται να προκύψει από τον δεύτερο γύρο των εκλογών, δεν έχει κανέναν λόγο να καθυστερήσει να προωθήσει με τόλμη και αποφασιστικότητα. Το αποτέλεσμα των εκλογών παρέχει μια ιστορική ευκαιρία για την κυβέρνηση και τη χώρα.
Ο κ. Γιώργος Αλογοσκούφης είναι καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.