Η νέα κανονικότητα στην ελληνική οικονομία

Στην Ελλάδα, κανένας πρωθυπουργός δεν μπορεί – και δεν θα μπορεί για πολλά χρόνια – να είναι πραγματικά «γαλαντόμος» στις παροχές και στα επιδόματα.

Καθώς προχωρούμε στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, αρχίζει να διαφαίνεται μια νέα κανονικότητα στην ελληνική οικονομία. Ενα πρώτο χαρακτηριστικό της είναι η επαναφορά του δημοσιονομικού πλαισίου, που θα εφαρμόζεται από τον Ιανουάριο του νέου έτους. Το νέο πλαίσιο, χωρίς να απεμπολεί τους παλαιούς στόχους για τα ελλείμματα και το χρέος, έχει τη μορφή μιας ήπιας λιτότητας. Οι παλαιοί κανόνες των πρωτογενών πλεονασμάτων αντικαθίστανται, για πρώτη φορά, με κανόνες δημόσιων δαπανών.

Κάθε χώρα δεσμεύεται να αυξήσει κατά ένα συγκεκριμένο και προαποφασισμένο ποσοστό τις κρατικές της δαπάνες και αν αυτό το όριο ξεπεραστεί, έστω και λίγο, τότε αυτόματα ενεργοποιούνται οι κυρώσεις που παλιά ήταν γνωστές ως «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος». Για τη χώρα μας, η αύξηση των δημόσιων δαπανών το 2025 κυμαίνεται γύρω στο 3%, δηλαδή γύρω στα 3 δισ. ευρώ.

Για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αρκεί να αναλογιστούμε ότι για εφέτος η αύξηση των δημόσιων δαπανών ξεπερνάει τα 5 δισ. ευρώ (αύξηση 7,1%). Συνεπώς, κανένας πρωθυπουργός δεν μπορεί – και δεν θα μπορεί για πολλά χρόνια – να είναι πραγματικά «γαλαντόμος» στις παροχές και στα επιδόματα. Αν ωστόσο οι φόροι συνεχίσουν να αυξάνονται πάνω από τους στόχους, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, τότε θα έχει το περιθώριο να μειώσει φόρους και ειδικά τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες, παρά τις μειώσεις κατά 4,6% των τελευταίων πέντε ετών, είναι από τις υψηλότερες στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ.

Επιπλέον, στη νέα κανονικότητα διαμορφώνεται ένα νέο τραπεζικό τοπίο. Η καλή επίδοση της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία το 2023 είχαν θετικές επιδράσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ηδη εφέτος πραγματοποιήθηκαν δύο αναβαθμίσεις ελληνικών συστημικών τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία. Αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες αναβαθμίσεις, καθώς οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν μεταβάλει σε θετικές τις προοπτικές των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Στο ευνοϊκό αυτό περιβάλλον, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας το 2023 και το α’ τρίμηνο του 2024 ενίσχυσε τους δείκτες κερδοφορίας, ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας εν μέσω υψηλών βασικών επιτοκίων και ευνοϊκών εγχώριων οικονομικών συνθηκών.

Ενα τρίτο χαρακτηριστικό της νέας κανονικότητας είναι ο αυξημένος αριθμός των επενδυτικών εργαλείων για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας. Δεν είναι μόνο το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ. Είναι και οι διάφορες αναπτυξιακές τράπεζες αλλά και εμπορικές τράπεζες (π.χ. η νέα Attica Bank) που, ύστερα από πολλά χρόνια, μπαίνουν στο παιχνίδι των χρηματοδοτήσεων. Σε αυτό βέβαια βοηθάει και ο κύκλος χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Υπάρχουν βέβαια και οι προκλήσεις που ολοκληρώνουν την εικόνα της νέας κανονικότητας. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις συνεχίζουν να αποτελούν ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Παρά τις πρόσφατες προσπάθειες για διάλογο και εκτόνωση των εντάσεων, οι διαφορές σε θέματα κυριαρχίας και δικαιωμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο παραμένουν.

Οι προσεχείς μήνες θα δείξουν αν οι δύο χώρες μπορούν να επιτύχουν μια σταθερή ειρήνη ή αν οι εντάσεις θα κλιμακωθούν ξανά, με απρόβλεπτες συνέπειες για την περιοχή. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να επηρεάζει την ασφάλεια, την οικονομία και την πολιτική σταθερότητα στην ήπειρο. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η στήριξη στην Ουκρανία παραμένουν στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας της ΕΕ, ενώ η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία συνεχίζει να δημιουργεί αβεβαιότητα.

Οι γεωπολιτικές εντάσεις, όπως ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η αστάθεια στη Μέση Ανατολή και η επιθετική στάση της Ρωσίας, αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για τη διεθνή κοινότητα. Η ικανότητα των παγκόσμιων ηγετών να διαχειριστούν αυτές τις εντάσεις θα είναι κρίσιμη για την παγκόσμια σταθερότητα.

Στις γεωπολιτικές εντάσεις ήρθε να προστεθεί και η κλιματική αλλαγή. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο συχνά και η ανάγκη για δραστικά μέτρα είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η διεθνής συνεργασία και η υιοθέτηση φιλόδοξων στόχων για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι ζωτικής σημασίας. Στην Ελλάδα βλέπουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ολοένα και πιο έντονα: κάθε χρόνο έχουμε τουλάχιστον μία μεγάλη φωτιά και μία μεγάλη πλημμύρα. Αν σκεφτούμε ότι η περυσινή καταστροφή στον θεσσαλικό κάμπο στοίχισε γύρω στα 3 δισ. ευρώ, αντιλαμβανόμαστε την πίεση που θα υποστούν οι μελλοντικοί κρατικοί προϋπολογισμοί.

Τέλος, έχουμε και την πρόκληση της τεχνολογίας. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Accenture σε συνεργασία με τη Microsoft, η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ κατά 195 δισ. δολάρια για την περίοδο 2020-2035. Η ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για τη διάδοση της τεχνητής νοημοσύνης. Ωστόσο, το ψηφιακό χάσμα της Ευρώπης (και ιδιαίτερα της Ελλάδας) σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες (περίπου 35%) δεν έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια. Επίσης, παρ’ όλο που το 25% των νεοφυών επιχειρήσεων στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης βρίσκεται στην Ευρώπη, οι επενδύσεις σε τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης υστερούν σημαντικά σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα.

Ο κύριος Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.