Στην Ελλάδα το οικονομικό σύστημα, που έχει μία ιδιόμορφη μορφή, έχει μικρή παραγωγική συμμετοχή του δευτερογενούς τομέα, υψηλή συμμετοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων με υψηλό τομέα υπηρεσιών (τουρισμός) και μεσαία και χαμηλή εξειδίκευση παραγωγής και εξειδικεύσεων εργασίας, άρα και χαμηλή παραγωγικότητα και ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Επικρατούν αδύναμα συνδικάτα με χαμηλή επιρροή κοινωνικής συνεννόησης και σε συνδυασμό με τα παραπάνω οικονομικά χαρακτηριστικά διαμορφώνεται χαμηλή καμπύλη αμοιβών με υψηλή συγκέντρωση στα χαμηλότερα στρώματα.

Υπάρχει μεγάλη συμμετοχή του δημόσιου τομέα στη ρύθμιση της οικονομίας που υποκαθιστά την κοινωνική συναίνεση αλλά και μερική επιρροή μεγάλων επιχειρήσεων. Διαπιστώνεται τραπεζική κυριαρχία και αδύναμη κεφαλαιαγορά με εξωτερική κυρίως χρηματοδότηση. Επικρατούν ρυθμίσεις οικονομικής πολιτικής (και αντιμετώπισης του βραχυμεσοχρόνιου οικονομικού κύκλου) που στηρίζονται στη διαχείριση της ζήτησης.

Υπάρχει οριζόντια διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς παραγωγή καινοτομίας και δεξιοτήτων. Οι πολίτες έχουν μεγαλύτερο προσανατολισμό στο παρόν και αποστροφή της ζημίας. Επικρατεί ένα πολιτικό περιβάλλον με αποδυναμωμένες τις αντιθέσεις του δίπολου αριστερά vs δεξιά και με ισχυροποιημένο το δίπολο λαϊκισμού vs προοδευτικού ορθολογισμού. Εάν η κυβέρνηση έχει πολιτικό πρόγραμμα που προωθεί πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης με υψηλό σκιώδη τομέα και σοβαρό ρόλο του κράτους, τότε υπάρχουν προϋποθέσεις πιέσεων στο δημοσιονομικό ισοζύγιο που έφτασε σε σημείο πτώχευσης το 2010.

Το οικονομικό σύστημα εγκαθιδρύθηκε με την πάροδο δεκάδων ετών. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε (αλλά όχι του παρόντος να αναλύσουμε) ότι τα χαρακτηριστικά του, αναπτύσσουν δυνάμεις οι οποίες συντείνουν στη διατήρησή του με μικρή δυναμική μεταβολής. Αυτό είναι μείζον θεωρητικό και πραγματικό ζήτημα. Επιπροσθέτως οποιαδήποτε μείζονα μεταβολή προϋποθέτει χαμένους και κερδισμένους και αλλαγές που εκτείνονται πολύ μακρύτερα του πολιτικού κύκλου. Αρα, εκ των πραγμάτων, οι δυνάμεις της μεταβολής είναι ασθενείς.

Οταν μάλιστα το σκηνικό περιλαμβάνει υψηλό ποσοστό μικρομεσαίων επιχειρήσεων (πολιτική δύναμη) ισχυρών συμφερόντων και επιρροή σημαντικών κοινωνικών συμπεριφορών, η συνεννόηση γίνεται πολύ δυσκολότερη. Ετσι η κοινωνική συνεννόηση που δεν επιτυγχάνεται με τη βοήθεια των συνδικάτων, αντικαθίσταται από την παρέμβαση των πολιτικών θέσεων των κομμάτων, με χαμηλότερη και στρεβλή αποτελεσματικότητα.

Ταυτοχρόνως όμως στο παραγωγικό πλαίσιο, επενεργούν οι μεγάλες μόνιμες τάσεις (megatrends) που συμβαίνουν στον κόσμο και βεβαίως στην Ελλάδα με ορισμένες ελάσσονες ίσως διαφοροποιήσεις. Ετσι οι γεωστρατηγικές εξελίξεις αυξάνουν τον συστηματικό κίνδυνο στην οικονομία και πιέζουν τα δημόσια οικονομικά (δαπάνες άμυνας). Η ενεργειακή μετάβαση δημιουργεί ευκαιρίες και κινδύνους με δεδομένη τη σημερινή ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδος αλλά και την ταχύτατη αύξηση της συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών στο μείγμα της ενεργειακής κατανάλωσης.

Το φυσικό περιβάλλον επίσης δημιουργεί θετικές και αρνητικές πιέσεις (φυσικές καταστροφές) στο παραγωγικό μοντέλο. Ενα παράδειγμα είναι η προσδοκία της επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου αλλά ταυτοχρόνως της αρνητικής αλλαγής των καταναλωτικών προτύπων (αλλαγή προορισμών).

Η πληθυσμιακή εξέλιξη επίσης δημιουργεί αρνητική πίεση στο εργασιακό δυναμικό και διόγκωση των δημοσιονομικών απαιτήσεων ασφάλισης και περίθαλψης. Τέλος οι τεχνολογικές μεταβολές (ψηφιοποίηση, κ.τ.λ.) ασκούν πιέσεις σε ένα ήδη λιγότερο εξειδικευμένο προσωπικό επιτείνοντας τα ζητήματα έλλειψης κατάλληλου προσωπικού στην αγορά εργασίας. Η γενική εντύπωση πάντως είναι ότι οι τάσεις αυτές ενισχύουν και πάλι τις ανασχετικές δυνάμεις του παραγωγικού προτύπου παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις (ενέργεια) θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν θετικές μεταβολές.

Το γενικότερο πλαίσιο το συμπληρώνει η συγκυρία για τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα που δεν είναι η θετικότερη. Ομως μήπως αυτή είναι και η ευκαιρία για τολμηρότερες αναπτυξιακές σκέψεις;

Τώρα, μετά τη σύνοδο των τριών κρίσεων (που άφησε τους Ελληνες κατά 35% φτωχότερους: πτώχευση, Covid, πληθωρισμός) έχουμε επανέλθει σε μία νέα ισορροπία, που περιλαμβάνει όμως και πάλι όλα τα παραπάνω στοιχεία του παραγωγικού προτύπου, των μεγατάσεων και της οικονομικής συγκυρίας. Το ερώτημα είναι τι θα μπορούσε να κάνει μία κοινωνία και μία κυβέρνηση εντός του πολιτικού της κύκλου στα πλαίσια της νέας διαμορφωμένης κανονικότητας για να βελτιώσει τη ζωή των πολιτών της.

Τα παραγωγικά πρότυπα και οι επιπτώσεις των μεγατάσεων (συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς συγκυρίας) δεν επηρεάζονται από τη μία στιγμή στην άλλη. Απαιτούν έτη εφαρμογής συστηματικών πολιτικών ή επενέργειας πολιτικών με συγκεκριμένη στόχευση.

Συνεπώς τα επίπεδα παρεμβάσεων θα μπορούσαν να είναι δύο: Οσον αφορά το υπάρχον παραγωγικό πλαίσιο θα πρέπει να επιδιώκεται η αποδυνάμωση των αναπτυξιακών εμποδίων (π.χ. βελτίωση του δικαστικού συστήματος) και η ενίσχυση των προωθητικών επιδράσεων (π.χ. αναδιοργάνωση τουρισμού ή αντιμετώπιση ολιγοπωλιακών πρακτικών) με ευρύτερο στόχο την αναβάθμιση της εισοδηματικής κατάστασης των πολιτών (πολιτικές ζήτησης) στα πλαίσια της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η μεσοπρόθεσμη διατήρηση όμως των πολιτικών ενίσχυσης της ζήτησης οδηγεί (ceteris paribus) στη σταδιακή απώλεια της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Συνεπώς επιβάλλεται η υιοθέτηση ενός προγράμματος οικονομικής πολιτικής που οδηγεί στην άνοδο της παραγωγικότητας μέσω της αύξησης των επενδύσεων και της ανάπτυξης δεξιοτήτων.

Οσον αφορά το πιο φιλόδοξο επίπεδο στόχευσης της αλλαγής παραγωγικού προτύπου, εδώ υπάρχει μία μεγάλη συζήτηση. Μη φαντάζεται όμως κάποιος ότι πρέπει να πάμε πολύ μακριά: Π.χ. η μείωση της παραοικονομίας και η ορθολογικοποίηση των νομοθετικών ρυθμίσεων όπως και μία συμφωνία για τη συρρίκνωση της (οικονομικής) πολιτικής θεματολογίας είναι πολύ σοβαρές πρωτοβουλίες.

Σε κάθε περίπτωση ας συμφιλιωθούμε με το τι έχουμε και ας βελτιώσουμε κατά τρόπο οργανωμένο και συστηματικό την καθημερινότητα των Ελλήνων, χωρίς όμως να πέσουμε στη ρεαλιστική παγίδα της συντήρησης της πραγματικότητας. Το μέλλον (και η ζωή) έχουν αξία όταν διαμορφώνουμε ισχυρές θετικές προσδοκίες.

O κύριος Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ.