Η ονομασία της Μονής της Χώρας, που πρόσφατα μετατράπηκε σε τζαμί, συνοψίζει τη δραματική ιστορία της: «Χώρα» ονόμαζαν στο Βυζάντιο την πεδιάδα έξω από τα τείχη της πόλεως. Ο πρώτος ναός βρισκόταν έξω από τα τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εξ ου και το όνομα. Οι μεταγενέστεροι ναοί βρίσκονταν εντός των τειχών του Θεοδοσίου Β΄ και αποτελούσαν μέρος του περιβόλου των οχυρώσεων. Η «χώρα» είχε συμπέσει με το τείχος, που έσωζε την Πόλη μέχρι την ανακάλυψη της πυρίτιδας.
Ο σωζόμενος ναός έχει κτιστεί το 1077-1081 από τη Μαρία Δούκαινα, συγγενή του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, και ανακαινίστηκε το 1310-1317 περίπου από τον Θεόδωρο Μετοχίτη, ο οποίος τον διακόσμησε με τα διάσημα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1270-1332), αστρονόμος, φιλόσοφος και «μεσάζων», δηλαδή πρωθυπουργός επί αυτοκρατορίας Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), έδωσε στον όρο «χώρα» συμβολικό περιεχόμενο: Ο Χριστός εικονίστηκε ως η «Χώρα των Ζώντων» και η Θεοτόκος ως η «Χώρα του Αχωρήτου». Ο Πλάτων είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «χώρα» για να περιγράψει την ύλη ως έναν «χώρο» όπου προβάλλονται οι ιδέες.
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης, γνώστης του Πλάτωνος και υπομνηματιστής του Αριστοτέλους, ονόμασε την εικονιζόμενη Παναγία «χώρα του Αχωρήτου», επειδή, κατά τη βυζαντινή θεολογία, προσφέρει τον «χώρο» για να ενσαρκωθεί ο καθ’ εαυτόν «αχώρητος» Θεός. Πρόκειται για μια χριστιανική ερμηνεία του πλατωνισμού, που ανατιμά την ύλη: Στον πλατωνισμό, η «χώρα» είναι μια φιλοσοφική εκδοχή του χάους του Ησιόδου, μια οθόνη όπου προβάλλονται οι ιδέες, χάνοντας την ενάργειά τους και υφιστάμενες διάθλαση και ποικίλες στρεβλώσεις. Στον χριστιανισμό, ο Λόγος γίνεται ο ίδιος ύλη με τη συνδρομή μιας γυναίκας. Ο Χριστός ονομάζεται εσχατολογικώς «Χώρα των Ζώντων», επειδή, κατά τη χριστιανική πίστη, μετά την κοινή ανάσταση στο τέλος της Ιστορίας θα χωρέσει στην καθολική ανθρώπινη φύση του όσους θα ζουν αιώνια.
Ο στόχος είναι η «περι-χώρησις», ένας αστρονομικός όρος που αρχικά σήμαινε την κυκλική τροχιά γύρω από ένα σώμα, κατέληξε, όμως, διά μέσου των στωικών, να σημαίνει έναν υπαρξιακό «εναγκαλισμό» και εν τέλει τη δυνατότητα συμβίωσης και συνύπαρξης διαφορετικών προσώπων που μπορούν να μοιραστούν τον ίδιο χώρο, αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «ενσυναίσθηση». Η φιλόσοφος Τζούλια Κρίστεβα εισήγαγε τον όρο «χώρα» στις φεμινιστικές σπουδές, προκειμένου να δηλώσει ένα πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, όπου το νεογνό δεν έχει αίσθηση ορίων, συγχεόμενο με το μητρικό σώμα. Πρόκειται για μια εμβίωση της γυμνής υλικότητας της ύπαρξης, κοντά στο κατά Λακάν «Πραγματικό». Η Κρίστεβα επανερμηνεύει με μεταμοντέρνο τρόπο τη χριστιανική καταξίωση της ύλης: Θεωρεί τη «χώρα» ως μια «θηλυκή» και γόνιμη υπονόμευση των ορίων του λόγου στην κατεύθυνση της δημιουργικής αμφισημίας.
Η «περι-χώρηση» υπήρξε διηνεκές πολιτικό διακύβευμα. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης έπεσε σε δυσμένεια μετά τον εμφύλιο ανάμεσα στον Ανδρόνικο Β΄ και τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ και πέθανε ως μοναχός της Μονής που προίκισε με τη βιβλιοθήκη του. Οι εμφύλιοι των Παλαιολόγων εξασθένησαν το Βυζάντιο με αποτέλεσμα την επικράτηση της οθωμανικής δυναστείας. Η Μονή μετατράπηκε το 1511 σε «Καριγιέ» τζαμί επί Βαγιαζίτ Β΄. Το 1945 έγινε μουσείο σύμφωνα με την πολιτική του κεμαλικού εκσυγχρονισμού, ενώ τις εργασίες επανεύρεσης των ψηφιδωτών ανέλαβε ως το 1958 το αμερικανικό Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών Dumbarton Oaks.
Επί των ημερών του προέδρου Ρετζέπ Ερντογάν εφαρμόζεται μια αντικεμαλική πολιτική «ανακατάκτησης» βυζαντινών ναών, που λειτουργούσαν ως μουσεία. Η χρονική συγκυρία της συγκεκριμένης υλοποίησης απόφασης του τουρκικού Συμβουλίου Επικρατείας απευθύνεται σε τρεις αποδέκτες:
α) Στο εσωτερικό της Τουρκίας, σημαίνει κατάργηση του δυτικού εκσυγχρονισμού του Κεμάλ Ατατούρκ και επικράτηση του νεο-οθωμανισμού. Η έννοια του μουσείου αποτελεί μία εμβληματική εφεύρεση της νεωτερικότητας, συνδεόμενη με τον Μέγα Ναπολέοντα, που εισήγαγε θρησκευτική τέχνη σε εθνικά μουσεία από κοινού με την κοσμική. Στην Τουρκία, ήταν ο εκσυγχρονιστικός κεμαλισμός που προώθησε την εκκοσμίκευση και την προσφορά μιας συνολικής πολιτισμικής κληρονομιάς στο εξωτερικό βλέμμα. Ο Ερντογάν παρουσιάζεται ως νέος Μωάμεθ Πορθητής, που «αλώνει» ξανά την Κωνσταντινούπολη αυτή τη φορά ως κέντρο ευρωπαϊκού και διεθνούς κοσμοπολιτισμού που παραδίδεται στη βαθιά μουσουλμανική Τουρκία της Ανατολίας.
β) Προς την Ελλάδα, ο Ερντογάν λειτουργεί ως διαπραγματευτής-«μποξέρ», που αποσταθεροποιεί τον αντίπαλο συνομιλητή, με ταυτόχρονη επίδειξη πυγμής και πρόταση φιλίας.
γ) Προς τη Δύση, δεδομένου ότι η αναστήλωση της Μονής της Χώρας υπήρξε αμερικανικό εγχείρημα, η κίνηση εντάσσεται σε θεαματικό «πολιτισμικό πόλεμο» στη Μέση Ανατολή, όπου ο τούρκος πρόεδρος προβάλλεται ως υπέρμαχος των μουσουλμάνων.
Η ίδια η οθωμανική αυτοκρατορία υπήρξε εξόχως πολυπολιτισμική, καθώς βασιζόταν στον διαχωρισμό ανάμεσα σε μουσουλμάνους που πολεμούσαν και σε ραγιάδες-φορολογικά υποκείμενα. Οι αλλόθρησκοι έπρεπε οπωσδήποτε να διασωθούν ως ενθυλακωμένες ετερότητες, για να πληρώνουν φόρους. Το Βυζάντιο, αντιθέτως, απαιτούσε ιδεολογική ομοιογένεια και για αυτό ηττήθηκε από το Ισλάμ. Κατά την πρώιμη νεωτερικότητα, οι δυτικοί περιηγητές σκανδαλίζονταν από την ανεκτική πολυπολιτισμικότητα των Οθωμανών έναντι της ομοιογένειας του νεωτερικού κράτους. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, η οθωμανική «πολυπολιτισμικότητα» είχε ως συνέπεια το να αποτελούν ξένες μειονότητες την αστική τάξη, γεγονός που οδήγησε με τη σειρά του στις γενοκτονικές πολιτικές των αρχών του 20ού αιώνα, προκειμένου να αναδυθεί τουρκική αστική τάξη. Ο νεο-οθωμανισμός του Ερντογάν στερείται την πολυπολιτισμικότητα του οθωμανικού προτύπου, βασιζόμενος σε εντόπια αστική τάξη. Αποτελεί μια πολυσυλλεκτική ιδεολογία, με την οποία ο Ερντογάν προβάλλεται ως εκπρόσωπος άλλοτε του σουνιτικού Ισλάμ (βλ. Παλαιστίνη), άλλοτε του παντουρανισμού (Κεντρική Ασία), και άλλοτε ως αναβιωτής της οθωμανικής σφαίρας (Βαλκάνια, Αφρική ως Σομαλία).
Η μετατροπή ενός μουσείου ξανά σε θρησκευτικό χώρο αποτελεί μία συμβολική άρση της εκκοσμίκευσης που έχει συνδυαστεί με τη μουσειοποίηση των πολιτισμικών κληρονομιών. Πρόκειται για μια επιθετική πολιτική τουρκικής ομογενοποίησης, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως σύμπτωμα αδυναμίας ενός καθεστώτος που αντιμετωπίζει εσωτερικές δυσκολίες, τις οποίες υπεραναπληρώνει με θεαματικές κινήσεις, αλλά ταυτοχρόνως παράγει επιτελεστικώς αλλαγές τις οποίες το όποιο διάδοχο καθεστώς θα δυσκολευτεί πολύ να αναιρέσει.
*Ο κ. Διονύσιος Σκλήρης είναι διδάκτωρ Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης.