Οι θερμές αυγουστιάτικες ημέρες της ευφορίας των καρπών της γης δεν προσφέρονται για πολιτική κριτική. Ωστόσο ο πειρασμός είναι μέγας. Πολύ περισσότερο όταν κοινή είναι η πεποίθηση ότι «η χώρα έχει κάτσει» και «η διακυβέρνηση δεν δημιουργεί περιβάλλον μεγάλης προόδου», ικανής να αντιμετωπίσει τις πολλαπλασιαζόμενες προκλήσεις του σύγχρονου απαιτητικού και συνάμα ασταθούς κόσμου. Οσοι παρακολουθούν από κοντά την πορεία των οικονομικών μεγεθών αντιλαμβάνονται το κενό, αισθάνονται το έλλειμμα και το «κράτημα», αυτό το αίσθημα ότι οι τρέχουσες πολιτικές δεν επαρκούν, ούτε είναι ικανές να διαμορφώσουν ατμόσφαιρα δημιουργίας και δυναμική ταχείας ανάπτυξης ευκαιριών, της μόνης που μπορεί να κινητοποιήσει σύμπασα την ελληνική κοινωνία και να διαμορφώσει κύκλο μεγάλων προσδοκιών.

Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη μοιάζει εγκλωβισμένη στον πρότερο σχεδιασμό και απλώς υπερασπίζεται τον μεταπανδημικό σχεδιασμό, ο οποίος όμως δεν αποδίδει τα προσδοκώμενα. Είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια του υπουργού Επικρατείας Ακη Σκέρτσου να υπερασπίσει το προηγούμενο σχέδιο απαριθμώντας το πλήθος των προηγηθεισών κυβερνητικών παρεμβάσεων και εκείνων που προγραμματίζονται για το δεύτερο εξάμηνο του 2024 και οι οποίες αυτάρεσκα βαφτίζονται «μεταρρυθμίσεις».

Αν ωστόσο ρωτήσει κάποιος έναν πολίτη ποια από αυτόν τον μακρύ κατάλογο παρεμβάσεων αντιλαμβάνεται ως αποδοτική για τη χώρα και τους ανθρώπους της μεταρρύθμιση, δύσκολα θα λάβει αυθόρμητη απάντηση.

Με εξαίρεση ίσως το ψηφιακό άλμα της πανδημικής και μεταπανδημικής περιόδου, δεν υπάρχει άλλο πεδίο ορατής προόδου. Και αυτό ακόμη ένας οξυδερκής παρατηρητής θα διαπιστώσει ότι μοιάζει ακινητοποιημένο μετά την αντικατάσταση του κ. Πιερρακάκη. Όπως ακινητοποιημένο μοιάζει και το μέτωπο της παιδείας μετά τις τόσες συγκρούσεις και εντάσεις.

Ποια άραγε η πρόοδος της πολυδιαφημισμένης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης; Ούτε ευρύτερα στο κράτος, στις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς ή στη διαχείριση της κρατικής περιουσίας μπορεί να καταγραφεί ουσιαστική πρόοδος. Οπως και η φορολογική μεταρρύθμιση παραμένει ανενεργή και βραδύκαυστη. Ως πότε άραγε θα υπεραποδίδει ο εξυψωμένος στο 24% ΦΠΑ; Αλλά και πέραν αυτών η οργάνωση των περισσότερων αγορών, από την τραπεζική και την κατασκευαστική μέχρι την ακτοπλοϊκή και εκείνη του λιανικού εμπορίου, παραμένει κατά βάση ολιγοπωλιακή.

Για να μη μιλήσουμε για τα προφανή πια αδιέξοδα της στεγαστικής πιστωτικής πολιτικής, όπως και εκείνης του αποκλεισμού του πλήθους των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων από τις πιστώσεις και τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Αλλά και του Ταμείου Ανάκαμψης οι πόροι μένουν ανεκμετάλλευτοι επειδή οι προεγκεκριμένες ιδιωτικές επενδύσεις δεν μπορούν να ξεπεράσουν το πλήθος των αδειοδοτήσεων που το γραφειοκρατικό κράτος απαιτεί και πολλές φορές εμπορεύεται. Ή ακόμη και την ηλεκτρική διασύνδεση που ο ιδιωτικοποιημένος ΔΕΔΗΕ δεν μπορεί να υπηρετήσει γιατί απλούστατα έχει μείνει πίσω στις επενδύσεις υποδομών.

Κακά τα ψέματα, ο κ. Μητσοτάκης είχε τις πολιτικές προϋποθέσεις και ίσως έχει ακόμη την ευκαιρία των τριών χρόνων που απομένουν μέχρι τις εκλογές του 2027 να οργανώσει και να υπηρετήσει ένα άλμα πραγματικής αναγέννησης του τόπου και έτσι να διεκδικήσει με αξιώσεις τον τίτλο του μεταρρυθμιστή, που τόσο πολύ τον ικανοποιεί. Δηλαδή να σηκώσει το όποιο κόστος και να αναλάβει πρωτοβουλίες μεγάλων πολιτικών.

Εντυπωσιάζει, για παράδειγμα, ότι, μετά τις διεθνώς κακές εμπειρίες της διαταραχής των εφοδιαστικών αλυσίδων, δεν κινεί τις διαδικασίες για ένα ευρύ πρόγραμμα ανασυγκρότησης του αγροτικού τομέα, κατά τα πρότυπα εκείνου που υιοθέτησαν πριν από είκοσι χρόνια οι Ολλανδοί. Ας προσλάβει ειδικευμένους συμβούλους να σχεδιάσουν μια ολοκληρωμένη και αποδοτική αλλαγή στην ελληνική γεωργία. Και αντιστοίχως να επιχειρήσει το ίδιο στη διαχείριση του νερού. Παρότι το πρόβλημα της λειψυδρίας λαμβάνει εκρηκτικές, υπαρξιακού τύπου διαστάσεις, η διαχείριση των υδάτινων πόρων παραμένει κατακερματισμένη, συγκροτούμενη από ασθενείς, τοπικής εμβέλειας μονάδες με περιορισμένες τεχνικές και επενδυτικές δυνατότητες.

Η ένταση και η φύση του προβλήματος απαιτούν πανεθνικό σχέδιο διαχείρισης των υδάτινων πόρων, με φράγματα, λιμνοδεξαμενές, δίκτυα μεταφοράς νερού από τον Βορρά στον Νότο και εκτεταμένα προγράμματα αφαλατώσεων συνδυασμένα με επενδύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, επειδή απλούστατα η μετατροπή αλμυρού νερού σε γλυκό είναι βαρύτατα ενεργοβόρος. Η δημογραφία επίσης απαιτεί μεγάλες πολιτικές. Δεν επαρκούν τα επιδόματα γέννησης παιδιών, χρειάζονται γενναίες, συνδυασμένες και ολοκληρωμένες πολιτικές για να αντιστραφούν οι σημερινές τάσεις όχι απλώς γήρανσης, αλλά απομείωσης του πληθυσμού.

Δεδομένων μάλιστα και των πολιτικών συνθηκών, της αδυναμίας της αντιπολίτευσης να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανασυγκρότησης του τόπου, η ευθύνη του κ. Μητσοτάκη διευρύνεται. Ή θα επιχειρήσει τώρα το άλμα που απαιτούν οι περιστάσεις ή απλώς θα χάσει το τρένο της Ιστορίας.