Η κατάσταση που επικρατεί στον χώρο της αντιπολίτευσης δημιουργεί μια αβεβαιότητα εν όψει της οποίας πολλοί διερωτώνται αν υπάρχει εναλλακτική λύση για κυβέρνηση, στην περίπτωση που τούτο χρειασθεί. Σύμφωνα δε με την (καλή ή κακή) πολιτική μας παράδοση, τόσο ο χώρος της λεγόμενης συντηρητικής παράταξης όσο και ο χώρος της λεγόμενης προοδευτικής παράταξης μπορούν ευκολότερα να έλθουν στην εξουσία, όταν οι δυνάμεις τους ενώνονται σε ένα κόμμα. Στην κυβέρνηση βρίσκεται, πλην εξαιρέσεων, είτε ο ένας είτε ο άλλος πολιτικός χώρος.
Δύο παραδείγματα από την ιστορία μας επιβεβαιώνουν ότι διασπασμένες δυνάμεις του ίδιου χώρου βρίσκονται εκτός κυβερνητικής εξουσίας. Ετσι, στις εκλογές του 1950 το (συντηρητικό) Λαϊκό Κόμμα ήλθε μεν πρώτο, αλλά δεν είχε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή μαζί με τα άλλα (μικρότερα) κόμματα της Δεξιάς, που είχαν κατέλθει στις εκλογές χωριστά. Οταν όμως όλα τα δεξιά κόμματα εντάχθηκαν, υπό τον Αλέξανδρο Παπάγο, στον Ελληνικό Συναγερμό, θριάμβευσαν στις εκλογές του 1952. Κάτι ανάλογο συνέβη το 1963-1964. Τα κόμματα του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς ενώθηκαν υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου στην «Ενωση Κέντρου», η οποία θριάμβευσε στις εκλογές.
Στο υπόβαθρο αυτής της πρακτικής βρίσκεται η παράδοση του δικομματισμού, κατά τον οποίο πρέπει να υπάρχουν δύο ισχυρά κόμματα εναλλασσόμενα στην κυβέρνηση. Υποστηρίζεται δε ευρέως ότι το να έχουμε μια ισχυρή μονοκομματική κυβέρνηση και μια ισχυρή μονοκομματική αντιπολίτευση είναι ό,τι καλύτερο για τη δημοκρατία. Ενα τέτοιο σύστημα επικρατεί κυρίως στην Αγγλία και στις ΗΠΑ. Σε αυτό όμως το σύστημα του δικομματισμού ενυπάρχουν δύο σοβαρά μειονεκτήματα, που μειώνουν τον βαθμό της δημοκρατικότητάς του.
Το πρώτο μειονέκτημα: Γενικά και χωρίς αναφορά στην ελληνική πολιτική σκηνή, όταν σε μια πολιτεία κυβερνά μία μόνο πολιτική δύναμη, χωρίς σοβαρά πολιτικά αντίβαρα, αυτή αισθανόμενη παντοδύναμη ρέπει, πλην εξαιρέσεων, προς αυθαιρεσίες και καταχρήσεις. Το δεύτερο μειονέκτημα: Ο αγώνας δύο «μονομάχων» για την κατάληψη της εξουσίας συγκεντρώνει τα πυρά του ενός κατά του άλλου· δεν διαχέεται ευρύτερα. Η συγκέντρωση των πυρών αποκτά οξύτητα. Εκτρέφει τον φανατισμό. Ο αντίπαλος είναι ο μόνος στόχος. Σε αυτόν συγκεντρώνονται τα βέλη. Δαιμονοποιείται ευκολότερα από ό,τι αν υπήρχαν πολλοί στόχοι. Το βλέπουμε σήμερα στις ΗΠΑ. Η ήρεμη και συνετή ανταλλαγή επιχειρημάτων και γενικά ο πολιτικός πολιτισμός υποχωρούν.
Αν οι κεντροαριστερές και αριστερές δυνάμεις (πλην ΚΚΕ) αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο συνεργασίας σε μια μελλοντική κυβέρνηση, οι πολίτες θα το προσλάβουν και θα το εκτιμήσουν δεόντως.
Αν, αντίθετα, επικρατήσει ένα πνεύμα αποδοχής της δυνατότητας κυβερνήσεων συνεργασίας (από δύο ή και περισσότερα κόμματα), τα παραπάνω μειονεκτήματα μπορεί να μην εξαφανίζονται τελείως, αλλά δεν θα έχουν την ίδια ένταση, προς όφελος ενός ηρεμότερου και πολιτικά παραγωγικότερου κλίματος στην πολιτική σκηνή. Το ίδιο φυσικά ισχύει με έναν πολυκομματισμό στον χώρο της αντιπολίτευσης, με συνέπεια ότι θα μπορούν να προκύπτουν ευκολότερα εναλλακτικές λύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης από την αντιπολίτευση. Πιστεύω ότι και στην Ελλάδα είναι καιρός να απομακρυνθούμε από τον δικομματισμό.
Εντοπίζω τώρα το ζήτημα στην κατάσταση αβεβαιότητας που επικρατεί σήμερα στον χώρο της αντιπολίτευσης. Στον χώρο του ΠαΣοΚ μπορεί να λεχθεί ότι είναι, από δημοκρατική άποψη, θετικό το γεγονός ότι γίνονται εκλογές για νέα ηγεσία. Η εναλλαγή προσώπων στην όποια θέση εξουσίας αποτρέπει την προσωποποίηση ενός πολιτικού χώρου, δηλαδή την επικράτηση ενός προσωποπαγούς στοιχείου που οδηγεί σε αρχηγοκεντρικό κόμμα.
Η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ είναι, αντίθετα, εξαιρετικά δυσάρεστη. Οι προσδοκίες που γέννησε ο ελθών στην Ελλάδα από την Αμερική ως Μεσσίας και φυσικά και ως αριστερός ή, έστω, ως κεντροαριστερός (στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις κατά τη γνωστή, σοφή τσαρούχεια ρήση) διαψεύσθηκαν για πολλούς από τους έως τώρα υποστηρικτές του. Συνετότεροι και συνεπέστεροι υπήρξαν εκείνοι που σύντομα διείδαν αυτό που άλλοι χρειάστηκαν χρόνο για να το αντιληφθούν. Αν στο τέλος της διαδικασίας στον χώρο αυτόν προκύψουν περισσότερα κόμματα, η εξέλιξη αυτή κάθε άλλο παρά αρνητική θα είναι, εφόσον όμως η διάκριση μεταξύ των κομμάτων γίνεται βάσει ιδεολογικών θέσεων και πολιτικών προγραμμάτων και όχι βάσει προσωπικών αρχηγικών κριτηρίων. Αρκεί να υπάρχει πνεύμα και θέληση συνεργασίας μεταξύ τους, αν παραστεί ανάγκη. Ο πολυκομματισμός ενισχύει την πολυφωνία, άρα τελικά και τη δημοκρατία.
Το κομμουνιστικό κόμμα Ελλάδος δεν χρειάζεται να συμπεριληφθεί στο ενδεχόμενο εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης, διότι τούτο θα ήταν αντίθετο με τη σταθερή πολιτική του θέση. Εκφράζει εναλλακτική προς την αστική δημοκρατία εκδοχή, η οποία στο ορατό μέλλον δεν είναι εφικτή, όπως κατανοεί, νομίζω, και το ίδιο το ΚΚΕ. Αξίζει πάντως να υπάρχει στη Βουλή και αυτή η εναλλακτική φωνή.
Το πρώτο συμπέρασμα: Αν οι κεντροαριστερές και αριστερές δυνάμεις (πλην ΚΚΕ) αφήνουν ανοικτό (όπως κατά τη γνώμη μου οφείλουν) το ενδεχόμενο συνεργασίας σε μια μελλοντική κυβέρνηση, οι πολίτες θα το προσλάβουν και θα το εκτιμήσουν δεόντως, τουλάχιστον εκείνοι που επιθυμούν κυβερνητική εναλλαγή. Προς τούτο δεν είναι απαραίτητο να ενωθούν σε ένα κόμμα. Ο φανατισμός του δικομματισμού καραδοκεί.
Υπάρχει βέβαια για την εναλλακτική αυτή κυβερνητική λύση το εμπόδιο του αντιδημοκρατικού (κατά τη γνώμη μου και αντισυνταγματικού) bonus που επιφυλάσσει ο ισχύων εκλογικός νόμος μόνο στο πρώτο κόμμα. Συνέπεια είναι να έρχεται στην εξουσία το πρώτο μεν κατά τα εκλογικά αποτελέσματα κόμμα, που όμως μειοψηφεί στη λαϊκή βούληση, ενώ επόμενα κόμματα πλειοψηφούν στον λαό και θα μπορούσαν να συνεργασθούν σε κυβέρνηση. Εκτός των άλλων, η συνέπεια αυτή είναι και αμφίβολης ηθικής. Το εμπόδιο αυτό, όσο υπάρχει και δεν ελέγχεται ως αντισυνταγματικό από το εκλογοδικείο, υπάρχει τρόπος να παρακαμφθεί, όταν επιστεί ο χρόνος. Το ζήτημα δεν είναι του παρόντος.
Αυτονόητο είναι ότι ανάλογα ισχύουν για τη δυνατότητα ύπαρξης περισσότερων του ενός κομμάτων στον πολιτικό χώρο της σημερινής κυβέρνησης. Οι ιδεολογικές διαφορές εντός του χώρου αυτού και ιδίως μεταξύ των δύο άκρων είναι προφανείς. Μπορεί επομένως να προκύψει κάποτε, σύμφωνα με τα παραπάνω, και δικομματική ή πολυκομματική κυβέρνηση με συμμετοχή π.χ. Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς.
Το τελικό συμπέρασμα: Η δημοκρατία όχι απλώς δέχεται την κομματική πολυφωνία, αλλά κερδίζει με αυτήν. Σε μια δημοκρατία η ύπαρξη πολλών κομμάτων διευκολύνει συνεργασίες για μια δικομματική ή πολυκομματική κυβέρνηση, εφόσον φυσικά υπάρχει το αναγκαίο προς τούτο δημοκρατικό ήθος. Οτι και τέτοιες κυβερνήσεις μπορεί να εξασφαλίσουν κυβερνητική σταθερότητα το δείχνει το παράδειγμα πολλών βορειοευρωπαϊκών και κεντροευρωπαϊκών χωρών.
Ο κύριος Μιχάλης Σταθόπουλος είναι επίτιμος καθηγητής Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακαδημαϊκός.