Το 1950, που ψηφίστηκε ο νόμος περί καταχραστών του δημοσίου χρήματος, η Ελλάδα ήταν ακόμη ξυπόλυτη και τα χέρια της ματωμένα από τον Εμφύλιο. Το λιγοστό δημόσιο χρήμα ήταν ιερό και οι νικητές του αδελφοκτόνου πολέμου είχαν στις τάξεις τους πολλούς λαίμαργους και έτοιμους για γρήγορο πλουτισμό. Αντιμετώπιζαν τη χώρα ως λάφυρο. Επομένως, ένας νόμος με δρακόντειες ποινές για κλέφτες του δημοσίου ταμείου νομίζω ότι ήταν επιβεβλημένος. Σήμερα πολλοί προοδευτικοί νομομαθείς χαρακτηρίζουν τις διατάξεις του νόμου μεσαιωνικές. Είναι άραγε; Σε αυτή τη χρεοκοπημένη πατρίδα, με τους εξαντλημένους και φτωχοποιημένους πολίτες, πρέπει να υπάρχουν επιεικείς διατάξεις για όσους καταχρώνται το ελάχιστο χρήμα που προορίζεται για Παιδεία, Υγεία, συντάξεις και δημόσιες επενδύσεις, δηλαδή θέσεις εργασίας; Πώς πρέπει άραγε να τιμωρούνται, αν όχι με τη μεγίστη αυστηρότητα, αυτοί που εγκληματούν απέναντι στη δημοκρατία και στους πολίτες της;
Αλλά αυτή είναι μια λάθος συζήτηση που άνοιξε για ένα πρωτοφανές γεγονός. Για την εξόντωση ενός πολίτη, μιας φτωχής γυναίκας η οποία, προκειμένου να κατακτήσει τη θέση της καθαρίστριας δημοσίων παιδικών σταθμών, πλαστογράφησε το απολυτήριο ΣΤ’ Δημοτικού στην οποία δεν είχε φοιτήσει και κατέκτησε τη θέση. Η εξαπάτηση αποκαλύφθηκε και η γυναίκα καταδικάστηκε ως καταχράστρια σε 15 χρόνια πρωτοδίκως και σε 10 σε δεύτερο βαθμό και ήδη κρατείται στις φυλακές της Θήβας! Το δικαστήριο ενεπλάκη σε έναν επικίνδυνο συλλογισμό. Θεώρησε τον μισθό της εναγομένης προϊόν κατάχρησης επειδή δεν θα τον έπαιρνε εάν δεν είχε προβεί στην πλαστογραφία. Αποψη μετέωρη, ερμηνεία παλαβή, καθώς λησμονεί ότι η δύστυχη δούλεψε ευσυνείδητα, τα ελάχιστα χρήματα που έπαιρνε, μέχρι τελευταίου σεντ. Δεν έκλεψε το Δημόσιο, αν έκλεψε κάτι είναι η θέση μιας άλλης καθαρίστριας που θα είχε γνήσιο απολυτήριο Δημοτικού. Πρόκειται για επίδειξη κτηνώδους γραφειοκρατικής λογικής κρατικών λειτουργών που οφείλουμε να αναιρέσουμε αμέσως.
Το ελληνικό κράτος, η θεσμική έκφραση της δημοκρατίας, ενεπλάκη και σε ένα άλλο ανατριχιαστικό γεγονός. Συμμετείχε τις προάλλες, διά οργάνων του, στη δολοφονία ενός ανυπεράσπιστου πλάσματος, του Ζακ Κωστόπουλου.
Το κακό τρίτωσε, ευτυχώς εκτός Ελλάδας – πριν από λίγες ημέρες ένας ακόμη συμπατριώτης, ο Περικλής Μαλαγάνδρης, που ζούσε στο Λονδίνο από το 1989 και ήταν άστεγος από το 2000, έχασε τη ζωή του όταν τον πέταξαν έξω από το αστυνομικό τμήμα όπου είχε πάει να παραλάβει το σκυλάκι του. Περιμένοντας εκτός, πέθανε από το κρύο! Στα εξήντα πέντε του χρόνια ο Πέρι, όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, που συνήθως κοιμόταν στο «Χίθροου» δολοφονήθηκε από την απίστευτη σκληρότητα ενός γραφειοκράτη κρατικού λειτουργού που τον καταδίκασε σε θάνατο γιατί άναψε τσιγάρο μέσα στο τμήμα!
Τρεις ανυπεράσπιστοι πολίτες θύματα κρατικής σκληρότητας στην Ευρώπη του 2018.