Στην πιο καυτή μέρα του Ιουνίου το αυτοκίνητο διασχίζει με ταχύτητα τον εθνικό δρόμο και το τοπίο χάνεται αστραπιαία χωρίς να μπορείς να κρατήσεις λεπτομέρειες. Κάθομαι μαγκωμένος στο πίσω μέρος, αγκαλιά με ένα μεγάλο κουτί που το κάθε τράνταγμα ταιριάζει με τους παλμούς της καρδιάς. Η σκέψη ότι μέσα σε αυτό υπάρχουν μνήμες δημιουργικές μιας σπουδαίας γυναίκας, της πρώτης γυναίκας σκηνοθέτιδας, της Μαρίας Πλυτά, με ταράζει αλλά με γεμίζει και αισιοδοξία και ελπίδα. Το περιεχόμενό του είναι μέρος του προσωπικού αρχείου της Μαρίας που η ίδια είχε αφήσει εντολή να παραχωρηθεί στην Εταιρεία, όπου και στη συνέχεια μας το πρόσφερε η κόρη της. Με ανακουφίζει το ότι μπορεί να υπάρχουν ακόμα ιερά που μπορούν να εμπνεύσουν αλληλεγγύη και όραμα δημιουργίας.

Το ταξίδι αυτό προς την πόλη του Αγρινίου το έχω ξανακάνει πριν από 25 χρόνια, και επιστρέφω ξανά σήμερα, ενόψει της συνάντησης με τους ανθρώπους των κινηματογραφικών λεσχών όλης της Ελλάδας.

Η χαμένη συλλογικότητα είναι αυτό που με πληγώνει όλα αυτά τα χρόνια που είμαι στη θέση του προέδρου της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Ειδικά για τους παλαιότερους που ζήσαμε την εποχή όπου οι ταινίες ήταν χειροποίητες, με την ελεύθερη και ανιδιοτελή συμμετοχή φίλων αλλά και απλών γνωστών. Ηταν ο καιρός που πιστεύαμε ότι με μια ταινία μπορούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο.

Πολιτισμός είναι η απλή αίσθηση της χαράς του ότι συμβάλλεις σε ένα κοινό όραμα που δίνει νόημα και ρυθμό. Αυτό σήμερα το συναντάμε στους ανθρώπους των κινηματογραφικών λεσχών και την αυτοθυσία τους. Η επιμονή όλων αυτών στη γλώσσα του κινηματογράφου σαν τέχνη και όχι με τη μορφή μόνο του εμπορικού προϊόντος, είναι αυτό που μας κάνει να ονειρευόμαστε για το αύριο.

Το αυτοκίνητο φτάνει στη πόλη και το βλέμμα μου απορροφούν αβίαστα τα στενά, οι δρόμοι, τα σοκάκια, προσπαθώντας να θυμηθώ την παλιά εικόνα που είχα γι’ αυτή την πόλη. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Μπορεί να χάθηκε μια παλιά αθωότητα αλλά αυτό το καινούργιο μου αρέσει. Μπορεί τα βλέμματα των ανθρώπων να είναι πιο σιωπηλά αλλά δεν σε πνίγει η φθαρμένη εικόνα της μεγαλούπολης, όπως είναι η Αθήνα.

Δύο κινηματογράφοι, με εντυπωσιάζουν με την επιβλητικότητά τους και το πείσμα τους. Ο θερινός κινηματογράφος «Ελληνίς» στην οδό Μπότσαρη και ο κινηματογράφος «Ανεσις» στην οδό Τρικούπη. Στη συνέχεια μαθαίνω πως ο ευαίσθητος δημότης Κώστας Πατρώνης με ένα του άρθρο στις 9/8/1983 στον «Ελεύθερο», ενεργοποίησε τις δημοτικές αρχές και την Πολιτεία να διασώσουν το κινηματοθέατρο «Ελληνίς» που χτίστηκε τη δεκαετία του ’50 και αποτελεί μια όαση στο τσιμεντένιο κέντρο της πόλης. Πέρασαν και οι δύο αίθουσες στον Δήμο και διατηρούνται με σεβασμό και πολλή αγάπη μέχρι σήμερα.

Εδώ αξίζει να αναφέρω ότι οι άνθρωποι αυτοί των λεσχών δεν έχουν επαρκή βοήθεια από το κράτος, δραστηριοποιούνται όμως αφιλοκερδώς και με όπλο τον εθελοντισμό δημιουργούν ένα «κινηματογραφικό κρυφό σχολειό», διατηρώντας έτσι το καντήλι της Τέχνης αναμμένο.

Σε αντίξοες συνθήκες, οι κινηματογραφικές λέσχες μέσω της Ομοσπονδίας τους και της αυτοθυσίας τους κάνουν τη διαφορά δίνοντας παράδειγμα αλληλεγγύης. Φέρνουν έτσι τους δημιουργούς σε επαφή με τις αγωνίες των ανθρώπων και τους κάνουν κοινωνούς με τον σύγχρονο προβληματισμό, βγάζοντάς τους από το εγώ και τη μοναξιά τους. Επίσης, οι λέσχες γνωρίζουν στους νέους τη μαγεία της μεγάλης οθόνης και μια γοητευτική πλευρά της ζωής.

Εκεί, στις δύο ιστορικές αυτές πια αίθουσες, μέσα στο αντάμωμα των λεσχών, φούντωσαν οι συζητήσεις και οι αναλύσεις κρίσιμων θεμάτων για τον νέο στο σύγχρονο κινηματογράφο, για τον κινηματογράφο στις παρυφές του 21ου αιώνα, σχετικά με τις αλλαγές στον τρόπο παραγωγής ξεδιπλώνοντας έτσι το ιστορικό με πρόσωπα σημαντικά, παλαιότερα και νεότερα του ελληνικού πολιτισμού. Ακολούθησαν τιμητικές εκδηλώσεις και βραβεύσεις προσωπικοτήτων, συζητήσεις σε πηγαδάκια στα επιμέρους διαλείμματα.

Ενα παλιό ντοκουμέντο του 1987, σωσμένο και διατηρημένο, μέρος του αρχείου του σωματείου μας, με θέμα μια δυναμική συζήτηση μεταξύ της νεότερης γενιάς σκηνοθετών και της παλαιότερης, ξεδιπλώθηκε στη λευκή οθόνη του θερινού «Ελληνίς» και συγκίνησε τους πάντες. Σε αυτό το φιλμ, είδαμε να ζωντανεύουν πρόσωπα νεανικά γεμάτα ορμή για το μέλλον και πρόσωπα φτασμένα με ιδέες και αντιλήψεις που δικαιώθηκαν ή και όχι μέσα στον χρόνο.

Αξίζει να αναφέρω τη στήριξη της δημοτικής αρχής Αγρινίου και τη φιλοξενία της στο συνέδριο, τον ποιητικό και αιχμηρό λόγο του προέδρου της κινηματογραφικής λέσχης Αγρινίου και τη βράβευση για τα 50 χρόνια σαν κορυφαίου πολιτιστικού οργανισμού της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών από τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας (ΟΚΛΕ), Δημήτρη Καλαντίδη.

Η ευγένεια είναι αυτό που μου μένει στο μυαλό περνώντας με κινηματογραφική ταχύτητα, επιστρέφοντας τώρα στην Αθήνα. Πόσο θα ήθελα να επαναλάβω την ίδια γιορτή στο ίδιο μέρος αλλά αν αυτό δεν είναι εφικτό, πιστεύω ότι σε μια άλλη πόλη της περιφέρειας κάποια φώτα θα ανάψουν δίνοντας το σύνθημα πως «η γιορτή θα γίνει» και ένας άλλος πολιτισμός θα ξεδιπλώσει και θα ενώσει αυτή τη συλλογικότητα που αναζητάμε πάντα για να καλυτερεύσουμε τις ζωές μας και να απαλύνουμε τον χρόνο…

Ο κ. Xάρης Παπαδόπουλος είναι πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών.