Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που μας πέρασε συμπυκνώθηκε ο πολιτικός χρόνος. Η σοβαρότητα των πολιτικών γεγονότων και η αντιπαράθεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης δικαιολογούν απόλυτα τον χαρακτηρισμό αυτής της περιόδου ως ένα πιθανό σημείο καμπής.
Ενα δημοσιογραφικό κλισέ είναι ότι οι «προτάσεις μομφής λειτουργούν υπέρ της συσπείρωσης της συμπολίτευσης». Η συγκεκριμένη πρόταση μομφής, με πρωτοβουλία του προέδρου του ΠαΣοΚ, που στηρίχθηκε από ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας, πλέον μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι δεν εμπίπτει στο παραπάνω κλισέ.
Η κυβέρνηση είναι προφανές ότι δεν ήθελε να συνεχιστεί η δημόσια συζήτηση για τα Τέμπη, ένα θέμα που αποτελεί «ανοιχτή πληγή» και στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να της κοστίζει σημαντικά, αφού 8 στους 10 πολίτες (δηλαδή και δικοί της ψηφοφόροι) πιστεύουν ότι υπάρχει προσπάθεια συγκάλυψης.
Η απουσία του Πρωθυπουργού από τη συζήτηση στη Βουλή για το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής, πιστοποιεί ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν ήθελε να συνδεθεί σε προσωπικό επίπεδο με το θέμα αυτό. Η πρόταση δυσπιστίας όμως επανέφερε το θέμα στη δημόσια αντιπαράθεση και αυτή τη φορά ο Πρωθυπουργός δεν είχε άλλη επιλογή.
Η πρόταση δυσπιστίας καταψηφίστηκε από 159 βουλευτές και κάτω από άλλες συνθήκες αυτό θα μπορούσε να είναι μία νίκη για την κυβέρνηση. Με το κλίμα όμως που διαμορφώθηκε στη Βουλή, το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε καν μία πύρρεια νίκη.
Η κυβέρνηση απώλεσε δύο υπουργούς – εκ των στενότερων συνεργατών του Πρωθυπουργού – εν μέσω παλινωδιών για επιθέσεις από οικονομικά συμφέροντα. Ακόμα και αυτό όμως δεν ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα της κυβέρνησης. Αυτό που κυρίως έχασε ήταν η μάχη της κοινής γνώμης. Αυτό που θα θυμάται μετά από καιρό ο περισσότερος κόσμος θα είναι το χειροκρότημα των κυβερνητικών βουλευτών στον κ. Καραμανλή και την αποστροφή του κ. Φλωρίδη ότι «όσοι μιλούν για μπάζωμα είναι για τα μπάζα».
Η αντιπολίτευση τις επόμενες μέρες θα μετρήσει κέρδη και ενδεχομένως χαμένες ευκαιρίες. Θα είναι πολύ ενδιαφέρον ποια κόμματα θα καρπωθούν οφέλη καθώς η ρευστότητα των πολιτικών συνόρων στην αντιπολίτευση φαίνεται να μεγαλώνει.
Σε κάθε περίπτωση οι πολιτικές εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας δεν οφείλονται στο δημοσίευμα του «Βήματος» της προηγούμενης Κυριακής. Αν δεν υπήρχε μία συσσώρευση σοβαρών υποθέσεων που αναζητούν απαντήσεις και υποψίες συγκάλυψης, κανένα δημοσίευμα δεν θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία τέτοια βαθιά εξέλιξη. Αυτό που πρέπει να προβληματίσει την κυβέρνηση δεν είναι η δημοσιογραφική δουλειά, αλλά οι λόγοι που έχουν διαμορφώσει μια διάχυτη ατμόσφαιρα κοινωνικής δυσπιστίας. Και αυτό είναι δική της αποκλειστική ευθύνη.