Εν πρώτοις, η θέση αρχής: Στη σύγχρονη εποχή, δεν μπορεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να είναι ανεκτή η απαγόρευση παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών από ιδιωτικές νομικές οντότητες. Η αναθεώρηση του άρθρου 16 Συντ. είναι επιβεβλημένη. Ωστόσο, μέχρι αυτό να συμβεί, παραμένουν εν ισχύι και δεσμεύουν οι σαφείς επιταγές του εν λόγω άρθρου, κατά το οποίο «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεταιαποκλειστικάαπό ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» (§ 5), οι καθηγητές ΑΕΙ είναι «δημόσιοι λειτουργοί» (§ 6), η «σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (§ 8).
Εν γένει δε, παράκαμψη του Συντάγματος δεν είναι ανεκτή, όσο επιθυμητός και αν είναι ο επιδιωκόμενος σκοπός· διαφορετικά, υπονομεύεται συνολικά η δικαιοκρατούμενη τάξη σε μία χώρα. Η κυβερνητική πρωτοβουλία για την εισαγωγή μιας μορφής ιδιωτικών ΑΕΙ εδράζεται κυρίως σε μία σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16, κατ’ επίκληση των βασικών ενωσιακών ελευθεριών εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών. Θεωρείται ότι η ερμηνεία αυτή επιτρέπει την εγκατάσταση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών ΑΕΙ, ακόμη δε και την ίδρυση, το πρώτον, ελληνικών ιδιωτικών ΑΕΙ στη χώρα – η τελευταία προχωρημένη εκδοχή δεν συμπεριελήφθη, πάντως, στο παρουσιασθέν κυβερνητικό νομοσχέδιο.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Ελλάδα εντάσσεται στην ενωσιακή έννομη τάξη και δεσμεύεται από τις επιταγές και τις αξιολογήσεις της. Τα επιχειρήματα που αντλούνται εν προκειμένω από το ενωσιακό δίκαιο και τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) έχουν, αναντίρρητα, ιδιαίτερη βαρύτητα, υποστηρίζονται δε από συγκροτημένες επιστημονικές τοποθετήσεις έγκριτων συναδέλφων. Ωστόσο, φρονώ ότι δικαιούται να διατηρεί κανείς σημαντικές επιφυλάξεις ως προς το αν οι σαφείς προβλέψεις του άρθρου 16 δύνανται πράγματι να παρακαμφθούν μέσω μιας τέτοιας ερμηνευτικής ανάγωγης.
Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για μία ερμηνεία ενάντια στο γράμμα του Συντάγματος – όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ιδίως αναφορικά με την § 5 του άρθρου 16.
Επειτα, στην παιδεία η ΕΕ έχει (μόνον) υποστηρικτική αρμοδιότητα, γι’ αυτό και γίνεται εδώ επίκληση των γενικών ενωσιακών ελευθεριών, προκειμένου να παραμερισθεί μία εθνική συνταγματική επιταγή· το στοιχείο αυτό, μάλιστα, μοιάζει να διαφοροποιεί την περίπτωση του άρθρου 16 από εκείνην του «βασικού μετόχου», όπου συγκεκριμένες ρυθμίσεις ενωσιακής Οδηγίας επέβαλλαν μία «διόρθωση» του άρθρου 14 § 9 Συντάγματος.
Περαιτέρω, αν πράγματι οι ελευθερίες εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών αναπτύσσουν στην ανώτατη εκπαίδευση την κανονιστική ισχύ που υποστηρίζεται, διερωτάται κανείς κατά πόσον δύναται ο εθνικός νομοθέτης να θέτει, συγχρόνως, όρους που τις περιορίζουν ουσιωδώς, λ.χ. απαγορεύοντας στο παράρτημα αλλοδαπού κερδοσκοπικού ΑΕΙ να έχει εν Ελλάδι κερδοσκοπικό χαρακτήρα, κ.ο.κ. Βεβαίως, μεταγενέστερες επίφοβες νομοθετικές παρεμβάσεις δεν μπορούν εδώ να αποκλεισθούν.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι η αναληφθείσα κυβερνητική πρωτοβουλία φέρει κάποια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά, τα οποία θα κριθούν ενώπιον του ΣτΕ και, ενδεχομένως, του ΔΕΕ. Ως ασφαλέστερη επιλογή εξακολουθεί να προβάλλει η αναθεώρηση του άρθρου 16, η οποία θα δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας δικαίου και θα περιφρουρήσει τη δημόσια πίστη στο κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος, που είναι διακύβευμα ευρύτερο και σοβαρότερο από το άρθρο 16. Η αναθεωρητική διαδικασία θα πάρει περισσότερο χρόνο, αλλά μπορεί να εκκινήσει ήδη τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Οι συνθήκες συναίνεσης για την αναθεώρηση του άρθρου 16 είναι ορατές, η δε συμπόρευση ΝΔ και ΠαΣοΚ μπορεί να αποδώσει την αναγκαία αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία κατά την πρώτη φάση της αναθεώρησης. Ενόψει μιας τέτοιας προοπτικής, η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε να καλέσει ήδη από τώρα πολιτικά κόμματα και φορείς σε έναν ευρύ διάλογο, ώστε να συζητηθεί πρωτίστως το εκπαιδευτικό μοντέλο που θέλει να υιοθετήσει η χώρα.
Η λύση των παραρτημάτων δεν φαίνεται να είναι διεθνώς ενδεδειγμένη επιλογή. Η πατρίδα μας, αν θέλει να κάνει πραγματικά ένα άλμα προς τα μπρος, θα πρέπει να ακολουθήσει τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, διαφυλάσσοντας όμως παράλληλα τη συνταγματική της τάξη.
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.