Tις εξελίξεις που ακολούθησαν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που οδήγησε στη γενικότερη ανατροπή των σχέσεων Ανατολής – Δύσης, φαίνεται να ακολουθούν τώρα και οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Σε μια στιγμή που η μεν Ευρώπη βρίσκεται, εκ των πραγμάτων, σε στάση αναμονής λόγω της εσωτερικής πολιτικής κρίσης στις δύο ισχυρότερες χώρες, τη Γαλλία και τη Γερμανία, που αποτέλεσαν και τον βασικό άξονα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ενώ αναμένεται και η αλλαγή εξουσίας στην Ουάσιγκτον, με τον Ντόναλντ Τραμπ να κάνει ήδη αισθητή την παρουσία του, με τις συχνά αλλοπρόσαλλες παρεμβάσεις του, δημιουργώντας έτσι προβλήματα στις τελευταίες ημέρες της προεδρίας Μπάιντεν.
Και δεν είναι περίεργο που μέσα σε αυτό το θολό σκηνικό η Τουρκία και το Ισραήλ (οι δύο χώρες της περιοχής με συγκεκριμένα αλλά αντικρουόμενα συμφέροντα στη Συρία) επωφελούνται τώρα από αυτή τη ρευστή κατάσταση για να εδραιώσουν την επιρροή τους.
Το δυσάρεστο όμως είναι ότι η Ενωμένη Ευρώπη, η οποία θα μπορούσε την περίoδο αυτή να αποτελέσει τον κύριο παράγοντα στην προσπάθεια για τη σταθεροποίηση της επόμενης μέρας στη Συρία, διστάζει να αναλάβει κάποια συγκεκριμένη πρωτοβουλία για την επίτευξη του στόχου αυτού.
Και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στα συμπεράσματα του πρώτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την περασμένη εβδομάδα υπό την προεδρία της νέας Επιτροπής του πορτογάλου ηγέτη Αντόνιο Κόστα. Σε μια συνεδρίαση που απόντες ήταν δύο σημαντικοί παίκτες του ευρωπαϊκού παιχνιδιού. Ο πρόεδρος της Γαλλίας, ο οποίος μετέβη εκτάκτως στο γαλλικό αρχιπέλαγος Μαγιότ στον Ινδικό Ωκεανό, που επλήγη πρόσφατα από κυκλώνα, ενώ αναμένει πάντα τον σχηματισμό της νέας του κυβέρνησης.
Και η ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, η οποία έφυγε στη μέση της συνεδρίασης λόγω ασθενείας. Ετσι οι αποφάσεις του Συμβουλίου παρέμειναν στις γενικόλογες διατυπώσεις, που είχαν προσυμφωνηθεί κατά την έκδοση του κοινού ανακοινωθέντος, το οποίο είχε γίνει γνωστό πριν από τη συνεδρίαση (!) για την «ακλόνητη στήριξη» του Κιέβου και την ανάγκη σταθεροποίησης στη Συρία και της αντιμετώπισης των νέων διαστάσεων του Μεταναστευτικού.
Με τα δεδομένα αυτά είναι φανερό ότι η ΕΕ αποφεύγει να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία πριν από την αλλαγή φρουράς στην Ουάσιγκτον και τη διαμόρφωση των νέων ισορροπιών στις διατλαντικές σχέσεις, οι οποίες θα αφορούν κυρίως την αμυντική συνεργασία στο ΝΑΤΟ, μετά τη γνωστή αξίωση του Τραμπ να ενισχύσουν την αμυντική τους συνεισφορά οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη.
Και γι’ αυτό αποφασίστηκε να συνέλθει στις αρχές Φεβρουαρίου έκτακτη σύνοδος κορυφής της ΕΕ με αποκλειστικό θέμα συζήτησης την αμυντική πολιτική της Ευρώπης. Είναι ένα ζήτημα το οποίο συζητείται εδώ και πολύ καιρό, αλλά κοινές αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν, καθώς δεν έχει επιτευχθεί έως τώρα η αναγκαία συναίνεση όλων των χωρών-μελών που θεωρούν ότι τα θέματα άμυνας αποτελούν ζήτημα των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων. Και να δούμε τώρα αν, μετά τις νέες εξελίξεις, η στάση αυτή θα αλλάξει.