Πολλά έχουν γραφεί για την ευκαιρία που παρουσιάζεται την περίοδο αυτή (μετά τη νηνεμία που επικράτησε στο Αιγαίο λόγω της περιώνυμης «διπλωματίας των σεισμών») για μια νέα αρχή στις πολύπαθες ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μια ευκαιρία που θεωρητικά τουλάχιστον φαίνεται να ενισχύεται από το γεγονός ότι μετεκλογικά (αν οι σχετικές προβλέψεις δεν ανατραπούν) οι δύο χώρες θα έχουν ταυτόχρονα δύο νέες ισχυρές πολιτικά κυβερνήσεις, οι οποίες θα μπορούν να πάρουν τις δύσκολες εκείνες αποφάσεις που θα οδηγήσουν επιτέλους σε μια κάποια συνεννόηση, μετά από δεκαετίες αποτυχημένων προσπαθειών. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι θα υπάρξει μια συμφωνία για το τι πρόκειται να συζητήσουν. Διότι η απλή επίκληση του Διεθνούς Δικαίου δεν αρκεί αν δεν γνωρίζουμε σε ποιο ζήτημα θα εφαρμοσθεί.
Και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα, καθώς η Αθήνα επιμένει ότι ένα είναι το ζήτημα: η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Αγκυρα επιμένει στις γνωστές μονομερείς διεκδικήσεις της για το καθεστώς των νησιών, την αποστρατιωτικοποίηση και τον εναέριο χώρο. Αλλά τα θέματα αυτά έχουν ήδη διευθετηθεί στο παρελθόν με διεθνείς συμφωνίες, που και η Τουρκία είχε υπογράψει και τώρα στο πλαίσιο ενός νομικά απαράδεκτου «αναθεωρητισμού» αμφισβητεί, τη συνοδεία του προκλητικού χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Και όλα αυτά μέσα σε μια απίστευτη ατμόσφαιρα εθνικιστικής έξαρσης, με τις συνεχώς επαναλαμβανόμενες μονομερείς διεκδικήσεις σε ανθελληνικούς τόνους από τους αρμόδιους υπουργούς, τη στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, δεν υπήρξε καμία αντιτουρκική αιχμή. Ετσι είναι ηλίου φαεινότερο ότι αν δεν αλλάξει αυτή η τουρκική πολιτική και δεν οφείλεται απλώς σε προεκλογικούς λόγους, το αδιέξοδο θα συνεχιστεί. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά δεν θα πρέπει να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που τώρα παρουσιάζεται, εν αναμονή ίσως καλύτερων ημερών.
Αυτές οι προσδοκώμενες «καλύτερες ημέρες» θα εξαρτηθούν πάντως από τα ποια θα είναι τελικά η γενικότερη πορεία στην εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσει η νέα τουρκική κυβέρνηση. Αν δηλαδή θα συνεχισθεί η εκβιαστική στάση απέναντι στη Δύση, με τα γνωστά παιχνίδια με τη Ρωσία και την επιμονή στη θεωρία της περιφερειακής υπερδύναμης. (Στάση που κορυφώθηκε μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία με την εκμετάλλευση της γνωστής τουρκικής γεωπολιτικής θέσης.) Ή αν η τραγική κατάσταση της οικονομίας υποχρεώσει την Αγκυρα να στραφεί προς μια αναγκαία πλέον δυτική βοήθεια.
Αυτή η μεταστροφή δεν δείχνει πάντως, προς το παρόν τουλάχιστον, να δρομολογείται. Αν όμως τελικά πραγματοποιηθεί, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να ενισχύσει την Τουρκία στην προσπάθειά της αυτή. Iδιαίτερα αν ανοίξει και πάλι ο δρόμος για μια απώτερη ένταξή της στην ΕΕ. Ονειρο θερινής νυκτός ίσως, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί σε έναν κόσμο συνεχών ανατροπών.