Στην επίμονη κοινωνική διαμαρτυρία για το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, που εξελίσσεται σε μια εντυπωσιακή εθνική ενδοσκόπηση, δύο ήταν και παραμένουν τα βασικά χαρακτηριστικά: η οργή για την κατάρρευση των υποδομών και η απουσία εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

Από τη μια, η οργή για την τηλεδιοίκηση που ποτέ δεν λειτούργησε, η έρευνα για την κατάσταση των δικτύων, η απόγνωση για μια ευρωπαϊκή χώρα που αδυνατεί, στον 21ο αιώνα, να έχει ένα σύγχρονο τρένο το οποίο να συνδέει έστω τις δύο μεγαλύτερές της πόλεις. Και από την άλλη, η δυσπιστία για τους κυβερνητικούς χειρισμούς, για την ανακριτική διαδικασία, για την πολιτική λογοδοσία, για το αν θα αποδοθεί δικαιοσύνη.

Η δυσπιστία αυτή πολλαπλασιάζεται αντί να μειώνεται: οι τελευταίες εξελίξεις σχετικά με το πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Σιδηροδρομικών και Αεροπορικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ) την τελευταία εβδομάδα αυτό επιβεβαιώνουν. Παρακολουθούμε μια ιστορία που φαίνεται όλο και πιο περίεργη, όλο και περισσότερο προβληματική και διαπλεκόμενη, με τις παλινωδίες και τελικώς την παραίτηση του αντιπροέδρου της επιτροπής να μεγεθύνουν αυτή την εντύπωση.

Είναι ενδιαφέρον ότι και η παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για κατεπείγουσα προκαταρκτική εξέταση αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο: με βαθιά δυσπιστία για τα κίνητρά της. Η γενική αίσθηση είναι ότι, όπως και οι υποδομές, έτσι και οι θεσμοί: είναι σε αποσύνθεση.

Κάποιοι θα επέμεναν ίσως ότι αυτά τα δύο, υποδομές και θεσμοί, είναι όψεις της κοινωνικής οργάνωσης που δεν συνδέονται μεταξύ τους, ζητήματα, θα έλεγαν, διαφορετικής τάξης. Κι όμως, το βασικό πολιτικό επίδικο της κοινωνικής διαμαρτυρίας για τα Τέμπη είναι ότι η κατάρρευση των υποδομών και η απαξίωση των θεσμών συνδέονται, και μάλιστα οργανικά.

Μιλώντας για υποδομές κοινής ωφέλειας, το μυαλό πάει σε τεχνικές (δρόμοι, δίκτυα, λιμάνια, κτίρια), κοινωνικές (εκπαίδευση, περίθαλψη, πρόνοια, δημόσιοι χώροι), πιο συχνά στη σύνθεση των δύο. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε τις τελευταίες δεκαετίες καταλήξει να θεωρούμε φυσική την αποεπένδυση και την υπονόμευση τέτοιων υποδομών, καθώς και την αποσύνδεση της ιδέας της ανάπτυξης από την ανακατανεμητική λογική της δημόσιας πρόνοιας.

Και ομοίως έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μια σειρά θεσμών (νόμους, ρυθμίσεις, πολιτικές και διοικητικές δομές και, ναι, και τη Δικαιοσύνη) να τη σιγοντάρουν αυτή την υπονόμευση. Ετσι αρχίζει ο φαύλος κύκλος. Πείθεσαι ότι είναι φυσικό να έχει το δημόσιο νοσοκομείο κομματικά διορισμένο διοικητή, ανέχεσαι να έχει έλλειψη σε είδη πρώτης ανάγκης, το βλέπεις φυσικό να εξουθενώνονται οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι σε αυτό ή να πάσχουν τα κτίριά του, σιγά-σιγά χάνεις την πίστη σου στο δημόσιο νοσοκομείο γενικώς.

Και μετά σου λένε ότι φταις εσύ που, ταυτόχρονα, χάνεις και την εμπιστοσύνη σου στους πολιτικούς θεσμούς που το διοικούν, λες και η αντίδρασή σου είναι, ας πούμε, ψυχολογική. Εμ, δεν είναι. Ως αντίδραση εμπεριέχει μια πολύ προφανή, και πολύ πολιτική, λογική. Η μόνη διαφορά είναι ότι αυτή η πολιτική λογική και η διεκδίκηση δεν αρθρώθηκαν νωρίτερα: δεν βγήκαμε δηλαδή και στους δρόμους επειδή διορίζονται κομματικά οι διοικητές των νοσοκομείων.

Αλλο παράδειγμα: Εχουμε δεχθεί με μια σχετική παθητικότητα να γίνονται οι Ανεξάρτητες Αρχές έρμαιο πολιτικής χειραγώγησης, να επιλέγονται ή να αλλάζουν τα μέλη τους με διαβλητούς τρόπους που πλέον ούτε καν παρακολουθούμε. Απλώς αυξάνουμε τη δυσπιστία για τις Ανεξάρτητες Αρχές συνολικά, έως την απόλυτη απαξίωσή τους.

Η αντίδραση αυτή δεν είναι ψυχολογική, δεν είναι «ψεκασμένη», ενέχει πολιτική λογική και κρίση, όσο κι αν επίσης χαρακτηρίζεται και από μια σχετική παθητικότητα σε σχέση με τα προηγούμενα στάδια αυτής της αλυσίδας απαξίωσης. Παρόμοια παραδείγματα θα μπορούσα να βρω για την παιδεία, τις συγκοινωνίες, την ασφάλεια, την κατάσταση του δημόσιου χώρου, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την ενημέρωση κ.ο.κ.

Οι θεσμοί λοιπόν πάσχουν εκτός των άλλων και γιατί συμμετέχουν σε μια πρωτοφανή τα τελευταία χρόνια διαμόρφωση κοινωνικής παθητικότητας, μιας μορφής καταστολή (και με τις δύο έννοιες της λέξης) του κοινωνικού σώματος. Συναινούν στη σχετικοποίηση της σημασίας του δημόσιου συμφέροντος και κάποτε διαπλέκονται στην ακύρωση της ίδιας της έννοιάς του.

Στηρίζονται, και αυτοί, στην κοινωνική παθητικότητα. Πώς συντηρείται η κοινωνική παθητικότητα; Μα με την προώθηση με κάθε τρόπο ενός δόγματος «ασφάλειας», «νοικοκυροσύνης» και «κανονικότητας» που αναπαράγεται με απλοϊκά βιοπολιτικούς όρους: όσο είσαι μέσα στο μαντρί η ζωή σου είναι καθορισμένη και ασφαλής, η ζωή σου μετράει. Σε αντίθεση με όσες ζωές είναι απ’ έξω, στις βάρκες των προσφύγων, στους ανθρώπους χωρίς χαρτιά, στα κέντρα συγκέντρωσης, στις κατεστραμμένες πόλεις.

Από εδώ η ασφαλής ζωή, ακόμα και υπό παρακολούθηση, από εκεί το «μην κοιτάς». Αν στην Ελλάδα έχει ξανά τιναχθεί στον αέρα αυτό το σχήμα τον τελευταίο καιρό, βεβαίως, είναι και γιατί το δυστύχημα στα Τέμπη έδειξε τόσο ξεκάθαρα ότι ακόμα και στα βασικά της αυτή η «ασφάλεια» δεν είναι παρά κενό γράμμα (σαν το παράταιρο τελευταίο Α στο αρκτικόλεξο ΕΟΔΑΣΑΑΜ), τρόπος χειραγώγησης μάλλον παρά πραγματικότητα.

Δεν είναι τυχαίο το σύνθημα «πάρε με όταν φτάσεις» ή το πόσο πολύ παρακολουθούμε τους γονείς που έχασαν τα παιδιά τους. Στα Τέμπη, με τρόπο τραγικό, τινάχθηκε το δόγμα της βιοπολιτικής ασφάλειας στο κέντρο της αναφοράς του, στον οίκο και την οικογένεια. Αίφνης τινάχθηκαν τα «ας το αφήσουμε πίσω μας», τα «μη δυσπιστείς», τα «μην κοιτάς» και «μην ασχολείσαι». Και ξαναρχίσαμε να κοιτάμε.

Ο κύριος Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών και εταίρος του κολεγίου St Cross στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.