Τη στιγμή που ο Εϊντριεν Μπρόντι ανέβαινε στη σκηνή για να παραλάβει το Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου για το «Τhe Βrutalist», στράφηκε προς τη σύντροφό του Τζορτζίνα Τσάπμαν και της πέταξε την τσίχλα που μασούσε. «Θα μπορούσα να την καταπιώ», δήλωσε λίγο μετά, «αλλά δεν το σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή και έπρεπε κάπως να την ξεφορτωθώ».
Επίσης δεν σκέφτηκε πως για τα ελάχιστα λεπτά που οι κάμερες είναι στραμμένες επάνω σου και που σε βλέπει σύμπασα η υφήλιος, καλό είναι να μη μηρυκάζεις σαν καμήλα. Αν και τέτοιου είδους παρατηρήσεις την εποχή τού «να είσαι ο εαυτός σου» και «να κάνεις ό,τι αισθάνεσαι χωρίς να σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι» ακούγονται σε όλο και περισσότερα αφτιά ως αραχνιασμένα κατάλοιπα μιας παλιάς κοινωνίας καταπιέσεων, περιορισμών και ανελευθερίας.
Θα μπορούσα να λυπηθώ την Τσάπμαν που συμβιώνει με έναν άνδρα με τους τρόπους του Μπρόντι, ο οποίος τη χρησιμοποιεί δημοσίως ως κάδο απορριμμάτων, αν δεν έβγαινε και εκείνη χαμογελαστή και απαστράπτουσα για να αποκαλύψει πως, τελικά, αν και προσπάθησε, δεν κατάφερε να πιάσει την τσίχλα του καλού της στον αέρα. Δεν έχει συναίσθηση του πόσο ντροπιαστικό και εξευτελιστικό ήταν αυτό που της ζητήθηκε να κάνει.
Βεβαίως, αν αυτό λέει κάτι, η Τσάμπαν υπήρξε σύζυγος του Χάρβεϊ Γουάινστιν, του παραγωγού που κατηγορήθηκε για δεκάδες σεξουαλικές επιθέσεις και που επίσης δεν φημίζεται για τους καλούς του τρόπους. Δεν είναι όμως το Χόλιγουντ ο μοναδικός κόσμος που έχει απολέσει την ευγένειά του, απλώς το χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα με αφορμή το περιστατικό με τον Μπρόντι. Παντού γύρω μας η αγένεια και η αισθητική των αγροίκων επικρατούν όλο και περισσότερο και εμείς συχνά τις δικαιολογούμε ως στοιχεία αυθεντικότητας.
Καλύτερα, λέμε, να είσαι αυθεντικός παρά να υποκρίνεσαι. Ας γίνουμε τότε το τασάκι του αυθεντικού που θα επιλέξει να σβήσει επάνω μας το τσιγάρο του. Οι καλοί τρόποι τον 21ο αιώνα θεωρούνται υπόκριση, η συζήτηση περί του savoir vivre ακούγεται ντεμοντέ, όποιος επιμένει να διεκδικεί μια ευγενική συμπεριφορά από τους άλλους χαρακτηρίζεται σπασίκλας, ενοχλητικός, παράξενος.
Το πεδίο ελεύθερο λοιπόν για εκείνον που θα σε προσφωνήσει «bro», και ας τον περνάς σαράντα χρόνια. Για εκείνον που σε σπρώχνει, που σε πατά, που σε προσπερνά παράνομα και σε βρίζει επειδή αρνείσαι να υπερβείς τα 80 χιλιόμετρα που είναι το όριο ταχύτητας. Το πεδίο ελεύθερο για εκείνον που θα μπει στο λεωφορείο και θα πατήσει με τα παπούτσια του το απέναντι κάθισμα. Για τον γείτονα που θα ακούει στη διαπασών το «Σε περίπτωση που» τις ώρες κοινής ησυχίας (υπάρχουν ακόμα τέτοιες;).
Και για τον φίλο που θα σε στήσει στο ραντεβού και αν του θυμίσεις πως θα μπορούσε να σε έχει ειδοποιήσει με ένα τηλεφώνημα, σε αγριοκοιτάζει: «Μη με πιέζεις κι εσύ, γιατί θα ξεσπάσω πάνω σου!». Αυτό κάνουμε όλοι, ξεσπάμε πάνω στους άλλους ή τους συμπεριφερόμαστε απαξιωτικά και λογαριασμό δεν δίνουμε. Επαφίεται πλέον στον καθένα ξεχωριστά να επιλέξει το κοινωνικό ήθος του και τους τρόπους του. Ή να τους ξεχάσει για πάντα (αυτό είναι το πιο εύκολο) και να φτύνει στα μούτρα των άλλων τις χρησιμοποιημένες τσίχλες του, γιατί… έτσι!