Δεν θέλει και πολλή σκέψη για να γίνει αντιληπτό ότι η απαγγελία κατηγοριών για τριπλή δωροδοκία εναντίον του Ρόμπερτ Μενέντεζ, του πιο ισχυρού συμμάχου των ελληνικών συμφερόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελεί ένα πλήγμα για την ελληνική εξωτερική πολιτική, ενώ παράλληλα ενισχύει τις γνωστές απαιτήσεις της Αγκυρας για τη διεκδίκηση των περιώνυμων αεροσκαφών F-16, που η Επιτροπή αυτή είχε μπλοκάρει.
Και ενώ η ελληνική πλευρά δεν έχει αντιδράσει επισήμως στην απόφαση αυτή, θεωρώντας ότι αποτελεί εσωτερικό ζήτημα της αμερικανικής Δικαιοσύνης, ο λαλίστατος Ερντογάν δεν δίστασε να δηλώσει ευθαρσώς ότι με τον παραμερισμό ενός «εχθρού της Τουρκίας» δημιουργείται μια «ευκαιρία» για την έγκριση του τουρκικού αιτήματος. Γνωστό είναι όμως ότι η έγκριση αυτή δεν μπορεί να υπάρξει, με Μενέντεζ ή χωρίς Μενέντεζ, αν δεν αποδεχθεί η Αγκυρα την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Περιμένοντας λοιπόν να δούμε ποια θα είναι τελικά η τύχη του Μενέντεζ, ευνόητο είναι ότι η ελληνική πολιτική απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί να εξαρτάται μόνο από την εξέλιξη αυτή. Και τούτο διότι η στάση αυτή υποδηλώνει αδυναμία στη χάραξη μιας γενικότερα συγκροτημένης πολιτικής απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάτι που φάνηκε να προωθεί ο έλληνας πρωθυπουργός πριν από μερικούς μήνες, κατά την εμβληματική ομιλία του στο Κογκρέσο. Διότι πλέον οι σχέσεις με τις ΗΠΑ έχουν αλλάξει άρδην από την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, όταν ήταν ακόμη ισχυρές οι μνήμες από τη στάση των Αμερικανών απέναντι στη χούντα και απέναντι στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Ηταν η περίφημη εποχή του «Εξω οι βάσεις του θανάτου», ενώ σήμερα δημιουργούμε νέες, πολύ μεγαλύτερες, όπως η Αλεξανδρούπολη και η Σούδα. Ενώ ο ρόλος της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή, τη στιγμή μάλιστα που ο Ερντογάν παίζει τα γνωστά παιχνίδια του, έχει εκ των πραγμάτων ενισχυθεί. Και γι’ αυτό πρέπει και να αξιοποιηθεί αναλόγως.
Κάτι που κάνει από τη δική του πλευρά ο Ερντογάν με τις αμφιλεγόμενες επαφές του με τον Πούτιν, τη στήριξη του σκληρού καθεστώτος του Αζερμπαϊτζάν και των θεωρούμενων τουρκικής καταγωγής κρατών της Κεντρική Ασίας, στο πλαίσιο του «Οργανισμού Τουρκικών Κρατών», όπου στην επόμενη συνεδρίαση του οργάνου αυτού θα μετάσχει και η αυτοονομαζόμενη «Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τη γενικότερη προσπάθεια αναγνώρισης του ψευδοκράτους.
Παράλληλα ενισχύει τον ρόλο της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο με την ανταλλαγή επισκέψεων με τον Νετανιάχου, με στόχο την υπογραφή συμφωνίας για τη μεταφορά του φυσικού αερίου του Ισραήλ προς την Ευρώπη μέσω της Τουρκίας. Και απώτερο στόχο να παραμεριστεί ο ρόλος της Ελλάδας στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ενεργειακής συνεργασίας στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. Ολα αυτά δείχνουν πόσο σημαντική είναι την περίοδο αυτή η επίτευξη μιας σε βάθος ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, που δεν θα στηρίζεται απλώς στην καλή θέληση ορισμένων ατόμων.