Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ με την (ξεκάθαρη) επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κατάφερε και να νομιμοποιηθεί ξανά ως υποψήφιος και να επανεκλεγεί πρόεδρος ενώ έχει υποστεί ήττα (δεύτερη περίπτωση ύστερα από τον Στίβεν Γκρόβερ Κλίβελαντ το 1892), δείχνει πως το «φαινόμενο Τραμπ» δεν είναι συγκυριακό. Αντίθετα, εκφράζει μια κοινωνική συμμαχία που οικοδομήθηκε γύρω από το Tea Party (2010) (ευαγγελιστές χριστιανοί, βετεράνοι του πολέμου, μετανάστες τρίτης γενιάς και άνεργη λευκή εργατική τάξη), αντίθετη στα ατομικά δικαιώματα (αμβλώσεις, μετανάστευση) και υπέρμαχη του νεοφιλελευθερισμού και του προστατευτισμού, σε συνέχεια της Νέας Δεξιάς του Ρόναλντ Ρέιγκαν τη δεκαετία του 1980. Χαρακτηριστικά, το κεντρικό σύνθημα του Trump «Make America Great Again» ήταν το κεντρικό σύνθημα του Ρέιγκαν (1980). Επίσης, ο τίτλος του προεκλογικού προγράμματος «Για τους ξεχασμένους άνδρες και γυναίκες της Αμερικής» παραπέμπει στον περίφημο λόγο του Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ (1932) για τις συνέπειες του «κραχ».

Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή του Τζ. Ντ. Βανς ως αντιπροέδρου σηματοδότησε την έμφαση στη λευκή άνεργη εργατική τάξη στη «ζώνη της σκουριάς» (rust belt) [Ιντιάνα, Ιλινόι, Μίσιγκαν, Μισούρι, Οχάιο, Πενσιλβάνια, Γουισκόνσιν, Δυτική Βιρτζίνια] και την ατομική επιλογή για το ξεπέρασμα της κρίσης. Επίσης, η απόπειρα δολοφονίας ενίσχυσε το ηγετικό προφίλ του Τραμπ καθώς η φωτογραφία με την υψωμένη γροθιά συμβολίζει τη δυναμική του προσωπικότητα, αλλά και τη δυναμική των συντηρητικών ιδεών, μια αντιστροφή της περίφημης υψωμένης γροθιάς διαμαρτυρίας των Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1968 για τα πολιτικά δικαιώματα.

Από την άλλη, το Δημοκρατικό Κόμμα φαίνεται να εστιάζει στις ελίτ και όχι στην εργατική τάξη, παρά το Obamacare, τη δημιουργία 16 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας και την αποπληρωμή φοιτητικών δανείων από τον Μπάιντεν. Η επιλογή της Κάμαλα Χάρις, μέσω online διαδικασίας από τους ήδη εκλεγμένους συνέδρους και όχι μέσω προκριματικών, στέρησε από το Δημοκρατικό Κόμμα την κινητοποίηση της εσωκομματικής βάσης. Η έμφαση στην υποστήριξη από μεγάλους χρηματοδότες (superPacs) και η «πολιτική των celebrities» δημιούργησαν αρνητικούς συνειρμούς σε φτωχά κοινωνικά στρώματα (40 εκατομμύρια) που «παραδοσιακά» στήριζαν το κόμμα. Επίσης, η υποστήριξη του Ισραήλ ως «ζωτικού» συμμάχου των ΗΠΑ σε μια συγκυρία με μαζικές διαδηλώσεις υπέρ των Παλαιστινίων, στις οποίες πρωτοστατούσαν μέλη της αριστερής πτέρυγας, εμφάνισε το κατεστημένο του κόμματος να κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από τη βάση, μια πορεία που είχε διαφανεί και από τα εμπόδια που έθεσαν στον Μπέρνι Σάντερς να νομιμοποιηθεί ως υποψήφιος πρόεδρος (παραίτηση της προέδρου της DNC Ντέμπι Γουάσερμαν Σουλτς στο Συνέδριο το 2016 για αντιδημοκρατικές πρακτικές υπέρ της Χίλαρι Κλίντον, αποχώρηση των Μάικλ Μπλούμπεργκ και Ελίζαμπεθ Γουόρεν υπέρ του Μπάιντεν στις προκριματικές της Super Tuesday το 2020).

Ετσι, οι επιλογές του Δημοκρατικού Κόμματος να μην πολιτικοποιήσει τις εκλογές με βάση πολιτικές κοινωνικού κράτους και μείωσης των ανισοτήτων, να ουδετεροποιήσει την αριστερή πτέρυγα και να δώσει έμφαση σε μετα-υλιστικά αιτήματα, άφησαν χώρο στον Τραμπ να εμφανίζεται εγγύτερα στις (υλιστικές) ανάγκες της κοινωνίας, με αποτέλεσμα τη μεγάλη εκλογική ήττα, καθώς με τα λόγια του Σάντερς, «δεν πρέπει να προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης θα διαπίστωνε ότι η εργατική τάξη το έχει εγκαταλείψει επίσης».

Ο κ. Χρύσανθος Δ. Τάσσης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Σίπενσμπεργκ στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ.