Η διεθνής οικονομία βιώνει αυτή την περίοδο μια σειρά μεταβολών πρωτοφανούς κλίμακας και ταχύτητας. Στο βραχυχρόνιο διάστημα, το βασικό χαρακτηριστικό είναι η οικονομική στασιμότητα στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Η περιοριστική νομισματική κατάφερε να περιστείλει τον πληθωρισμό, ο οποίος επιστρέφει σταδιακά προς τον στόχο του 2%, επέφερε όμως και επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.

Ιδίως στην Ευρώπη, οι προβλέψεις είναι ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί και φέτος κάτω του 1%, καθώς η ήπια ανάκαμψη του πρώτου μισού του έτους αδυνατίζει και παρουσιάζεται άνιση μεταξύ κλάδων και περιοχών. Παράλληλα, η δυνατότητα της δημοσιονομικής πολιτικής να στηρίξει την οικονομική μεγέθυνση περιορίζεται, εφόσον η δημοσιονομική πειθαρχία επανέρχεται μετά τη χαλάρωση της περιόδου της πανδημίας και το νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο στην ΕΕ περιορίζει τη δυνατότητα αύξησης των δημοσίων δαπανών. Αυτές οι εξελίξεις δίνουν στις βασικές Κεντρικές Τράπεζες το περιθώριο να συνεχίσουν με τις κινήσεις μείωσης των επιτοκίων.

Ομως οι κυκλικές μεταβολές συνυφαίνονται με πιο μακροχρόνιες μεταβολές κοσμοϊστορικών διαστάσεων που λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα: οι δυτικές οικονομίες γνωρίζουν μια πτώση της σχετικής ισχύος τους λόγω της αρνητικής ψαλίδας ανάπτυξης μεταξύ αυτών και των αναπτυσσόμενων δυνάμεων της Ασίας, του υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, των δυσμενών δημογραφικών, αλλά και της έντονης εσωτερικής πόλωσης των κοινωνιών τους γύρω από τα πολιτισμικά διακυβεύματα (δικαιωματισμός, μετανάστευση και ασφάλεια).

Παράλληλα, οι γεωστρατηγικές εντάσεις και ιδίως οι συγκρούσεις σε Ουκρανία, Ισραήλ, Πακιστάν, Μπανγκλαντές και Μιανμάρ, αυξάνουν την αβεβαιότητα και το κόστος μεταφορών, με αρνητικές επιδράσεις στο διεθνές εμπόριο, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Οι αφυπνιζόμενες ανησυχίες ασφαλείας επιφέρουν αύξηση των αμυντικών εξοπλισμών με αντίστοιχη περικοπή άλλων δαπανών.

Οι τάσεις απο-παγκοσμιοποίησης και μεταφοράς της παραγωγής, είτε εσωτερικά στις χώρες προέλευσης των πολυεθνικών είτε σε γεωστρατηγικά σταθερούς συμμάχους, δημιουργούν ίσως κάποιες θέσεις εργασίας στις πρώτες, αλλά με το κόστος της αύξησης του πληθωρισμού και, πιθανώς, της επιβράδυνσης της μακροχρόνιας ανάπτυξης. Η κλιματική αλλαγή, που εξελίσσεται με απρόβλεπτο τρόπο, αυξάνει το κόστος των φυσικών καταστροφών αλλά και το κόστος μετάπτωσης σε τεχνολογίες που παράγουν λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου, ιδίως για περιοχές που έχουν πιο φιλόδοξη στρατηγική πράσινης μετάβασης.

Η ταχεία πρόοδος της τεχνητής νοημοσύνης υπόσχεται μία έκρηξη της παραγωγικότητας, παράλληλα όμως επισύρει μεγάλου μεγέθους αναταράξεις στην αγορά εργασίας, ταυτοτικά και ηθικά διλήμματα και κινδύνους ασφαλείας.

Η Ελλάδα, εισέρχεται σε αυτό το νέο τοπίο με μία σειρά συγκριτικά πλεονεκτήματα αλλά και αδυναμίες και, αντίστοιχα, αυτές οι εξελίξεις παρουσιάζουν ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις. Στα φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια η δημοσιονομική σταθερότητα, οι πολλές μεταρρυθμίσεις στο Κράτος και την οικονομία που εφαρμόστηκαν στα χρόνια των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής και μετέπειτα, καθώς και οι μεγάλου ύψους πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και τα άλλα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, που επιτρέπουν στη χώρα να εκτελέσει ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα.

Ωστόσο, απομένουν ακόμα αδυναμίες, είτε διαρθρωτικές είτε ως κληρονομιά της κρίσης, με σημαντικότερες το επενδυτικό κενό, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τη μεγάλη εξάρτηση του ΑΕΠ από την κατανάλωση και τη χαμηλή διείσδυση της γνώσης και της τεχνολογίας στο προϊοντικό μείγμα της οικονομίας.

Η διεθνής συγκυρία προσφέρει ευκαιρίες στη χώρα: να εντάξει την άμυνά της στη διαμορφούμενη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης και την αμυντική της βιομηχανία στις διευρωπαϊκές συνεργασίες. Να πάρει μερίδιο στις διεθνείς αλυσίδες αξίας από τις γεωστρατηγικά ασταθείς χώρες χαμηλού κόστους, ως μία χώρα αταλάντευτα ενταγμένη στους δυτικούς θεσμούς αλλά με εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό ανταγωνιστικού κόστους σε σχέση με τις χώρες του Κέντρου.

Να λειτουργήσει ως παραγωγός ανανεώσιμης ενέργειας αλλά και ως διαμετακομιστικός κόμβος στο εμπόριο αγαθών και ενέργειας με την Ανατολή, ιδίως δε τις χώρες του Κόλπου και την Ινδία.

Αντιμετωπίζει όμως και προκλήσεις: εάν καθυστερήσει τη μετάβασή της στην ψηφιακή οικονομία, δεδομένων των χαμηλών επιδόσεων στους δείκτες ψηφιακής ετοιμότητας και ψηφιακής κατάρτισης, κινδυνεύει να μείνει από την πλευρά των χαμένων στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Επιπλέον, το σημαντικότερο και πιο ανησυχητικό, κινδυνεύει να συρρικνωθεί δημογραφικά, με ό,τι αυτό σημαίνει για την οικονομία αλλά και την ίδια την εθνική της επιβίωση.

Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων έχει έναν κοινό παρονομαστή: την ανάγκη για περισσότερες και ποιοτικότερες επενδύσεις. Το ΤΑΑ δεν αρκεί για να καλύψει από μόνο του το επενδυτικό κενό, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι θα απορροφηθεί πλήρως, το οποίο δεν είναι δεδομένο διότι οι αιρεσιμότητες εκταμίευσης των πόρων θα είναι δυσκολότερες εφεξής (απαίτηση ολοκλήρωσης προηγούμενων επενδύσεων και όχι νομοθετήσεις). Επιπλέον, έχει ημερομηνία λήξης.

Μετά από αυτήν, η χώρα πρέπει να έχει δημιουργήσει προϋποθέσεις ελκυστικότητας του επενδυτικού περιβάλλοντος ώστε να αυξηθούν με διατηρήσιμο τρόπο οι ιδιωτικές επενδύσεις και δη στους τομείς προτεραιότητας.

Για να δεσμεύσει ένας επενδυτής τα χρήματά του για 15-20 χρόνια σε μια παραγωγική επένδυση και όχι σε μια ευκαιριακή τοποθέτηση, ζητά αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, λιγότερη γραφειοκρατία, ταχεία απονομή δικαιοσύνης, γενική εφαρμογή του νόμου και θεσμική σταθερότητα. Η βελτίωση αυτών των παραμέτρων μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων πρέπει να αποτελέσει τον κύριο στόχο της οικονομικής πολιτικής.

Ο κύριος Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΕΤ.