Η κοινωνική κινητικότητα είναι πρωταρχικό ζητούμενο σε μια σύγχρονη δίκαιη κοινωνία. Η δυνατότητα όμως για κοινωνικοοικονομική ανέλιξη επηρεάζεται καθοριστικά από τη θέση αφετηρίας μας, το οικογενειακό μας περιβάλλον και την πρόσβαση που έχουμε στο ύψιστο αγαθό της εκπαίδευσης. Γι’ αυτό και σημαντικό πολιτικό πρόταγμα αποτελεί η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών, έτσι ώστε τα άτομα να ξεκινούν, στο μέτρο του εφικτού, από την ίδια γραμμή αφετηρίας –το πού θα καταλήξουν έπειτα είναι θέμα της δικής τους προσπάθειας, αλλά και της τύχης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ, αν γεννηθεί κανείς στο χαμηλότερο πεμπτημόριο (1/5) της κοινωνικοοικονομικής διαστρωμάτωσης και είναι Αφροαμερικανός, έχει 50% πιθανότητες να μείνει κολλημένος στην αρχική θέση και μόνο 3% να καταλήξει στην κορυφή, στο υψηλότερο πεμπτημόριο. Επίσης, αν δεν ολοκληρώσει κανείς το λύκειο, έχει και πάλι 50% πιθανότητες να μείνει κολλημένος στο χαμηλότερο πεμπτημόριο και μόνο 1% πιθανότητες να φθάσει στην κορυφή (στοιχεία Brookings Institution).
Η αντιμετώπιση του αποκλεισμού
Πώς προσλαμβάνουν όμως ψυχολογικά τα άτομα τον κοινωνικό αποκλεισμό και πώς τον αντιμετωπίζουν; Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας –που αναπτύχθηκε από τους Τάσφελ και Τέρνερ στα τέλη του ’60 -, όταν τα άτομα δεν μπορούν να ανέλθουν κοινωνικά, η στρατηγική που θα ακολουθήσουν εξαρτάται από την ασφάλεια των σχέσεων μεταξύ των ιεραρχικά διαφοροποιημένων ομάδων. Η μεταβλητή της ασφάλειας έχει, με τη σειρά της, δύο επί μέρους διαστάσεις: (α) το πόσο δίκαιες (νομιμοποιημένες) θεωρούνται οι σχέσεις μεταξύ των ομάδων και (β) το πόσο γίνονται αντιληπτές ως σταθερές. Ειδικότερα:
Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας αφορμάται από την παραδοχή ότι, εφόσον τα όρια μεταξύ των κοινωνικών ομάδων είναι διαπερατά (permeable), τα άτομα θα προσπαθήσουν να ανέλθουν κοινωνικά με ατομικές στρατηγικές. Οταν τα όρια δεν είναι διαπερατά, αλλά οι κοινωνικές δομές γίνονται αντιληπτές ως νομιμοποιημένες και σταθερές, τα άτομα θα αναπτύξουν στρατηγικές «κοινωνικής δημιουργικότητας»: θα αναζητήσουν, επί παραδείγματι, τη σύγκριση με άλλες πιο αδύναμες πληθυσμιακές ομάδες (λ.χ. με πολίτες άλλων χωρών που αντιμετωπίζουν πολύ πιο σοβαρά προβλήματα) ή θα υποβαθμίσουν τη διάσταση της σύγκρισης (λ.χ. «τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία»). Δεν πρόκειται ωστόσο να αμφισβητήσουν και να πολεμήσουν την καθεστηκυία τάξη. Αυτό θα το πράξουν μόνον όταν τα όρια δεν θα είναι διαπερατά και, ταυτόχρονα, οι κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές θεωρηθούν ασταθείς και μη νομιμοποιημένες.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα φαίνεται ότι πληρούμε τις τελευταίες προϋποθέσεις. Από τη μία πλευρά, έχουμε πρόβλημα διαπερατότητας των κοινωνικών ομάδων, γεγονός που καθιστά δυσχερή την κοινωνικοοικονομική ανέλιξη. Από την άλλη, έχουμε έναν διαρκή καταγγελτικό, «αντισυστημικό» λόγο τόσο από αντιπολιτευτικούς σχηματισμούς εντός και εκτός Βουλής όσο και από την ίδια την παρούσα κυβέρνηση που με τον λόγο της ενίοτε αυτοαναιρεί τη νομιμοποίηση της δικής της εξουσίας.
Την ίδια στιγμή, οι νέοι της χώρας αντιμετωπίζουν τον εφιάλτη μιας παρατεινόμενης νεανικής ανεργίας (σε ποσοστά άνω του 40%). Η κοινωνική κινητικότητα ωστόσο υπονομεύεται προεχόντως από την έλλειψη αξιοκρατίας και, συναφώς, από ένα βαθιά ριζωμένο πελατειακό-κομματοκρατικό σύστημα, το οποίο χωρίς πρόσβαση σε επαφές και δίκτυα γνωριμιών δεν σου επιτρέπει να ξεκολλήσεις εύκολα από την αφετήρια κοινωνικοοικονομική θέση. Συγχρόνως, καθοριστικό ρόλο παίζει και η κακή κατάσταση των δομών δημόσιας εκπαίδευσης.
Ειδικά η Παιδεία και γενικότερα η πρόσβαση στο λεγόμενο «πολιτιστικό κεφάλαιο» αποτελούν, ομολογουμένως, το κλειδί για την κοινωνική κινητικότητα. Γι’ αυτό και σε μια δίκαιη κοινωνία η βελτίωση των δημόσιων εκπαιδευτικών δομών, ιδίως των σχολείων, πρέπει να είναι πρώτιστη προτεραιότητα. Παράλληλα δε, θα πρέπει να παρέχονται υποτροφίες (από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς) με αξιοκρατικούς όρους, καθώς επίσης πρόσβαση σε ευνοϊκό τραπεζικό δανεισμό για τα επόμενα βήματα μετά το σχολείο. Οικογένειες υψηλών εισοδημάτων συχνά εξασφαλίζουν τη διαιώνιση της υψηλής κοινωνικοοικονομικής τους θέσης μέσω της φοίτησης των παιδιών τους σε καλά ιδιωτικά σχολεία και εν συνεχεία σε καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μια δίκαιη κοινωνία όμως θα πρέπει να φροντίζει και για τους υπόλοιπους, τους μη προνομιούχους.
Ωρα για μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή;
Εύκολες λύσεις ασφαλώς δεν υπάρχουν. Η έλλειψη κινητικότητας δεν αντιμετωπίζεται με αποσπασματικές πολιτικές επιδοματικής φύσεως, αλλά με μια μεγάλη εποικοδομητική αλλαγή, που θα μεταβάλει τις υφιστάμενες κοινωνικές δομές. Σύμφωνα δε με τη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας, για κάτι τέτοιο απαιτείται μια οργανωμένη πολιτικοκοινωνική οντότητα που θα αποτελέσει φορέα αλλαγής.
Τέτοια προοπτική ωστόσο δεν διαφαίνεται στο υφιστάμενο πολιτικό σύστημα. Η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με ένα αμάλγαμα προνομιούχων-μη προνομιούχων, αριστερών-δεξιών, νέων και παλαιών πολιτικών στελεχών, δεν έχει δημιουργήσει μια ευκρινή και αξιόπιστη πολιτική ταυτότητα· η αίσθηση της καιροσκοπικής πολιτικής συνύπαρξης κυριαρχεί. Οι πολιτικές ταυτότητες των υπολοίπων κομμάτων επίσης δεν έχουν καταφέρει να εκφράσουν μαζικά τους κοινωνικά αποκλεισμένους συμπολίτες μας, με έναν τρόπο που εκείνοι να νιώθουν μέρος μιας ενιαίας ομάδας που θα αλλάξει την κοινωνία. Ετσι, μοιραίο είναι να επικρατούν, ευρέως πλέον, η παραίτηση, η απελπισία, αλλά και η –βουβή –οργή.
Και όταν το σύστημα απονομιμοποιείται και οι ομάδες δεν μπορούν να ανταποκριθούν, τα άτομα αποκτούν προβάδισμα. Πειραματική έρευνα των Ράιχερ και Χάσλαμ δείχνει μάλιστα ότι τέτοιες συνθήκες ευνοούν ακόμη και την τυραννία. Διότι όταν αποτυγχάνουν οι ομάδες, τα άτομα επιλέγουν πλέον την οδό της αμφισβήτησης των θεσμών και της δημοκρατικής τάξης και είναι έτοιμα να υποστηρίξουν μια βίαιη αλλαγή του σκηνικού, που μπορεί να προέλθει από μικρές κοινωνικές ομάδες ή μεμονωμένα άτομα, συνήθως «λαοφιλείς ηγέτες», οι οποίοι μετά την κατάκτηση της εξουσίας προσχωρούν στον αυταρχισμό.
Δυστυχώς, χωρίς μια υγιή ομαδική έκφραση των αποκλεισμένων, πιθανότατα θα ενισχυθούν στη χώρα μας οι δυνάμεις που περιφρονούν τα θεσμικά και αξιακά αντίβαρα και μιλούν για βίαιη ανατροπή και τιμωρία του «συστήματος». Δεν είναι όμως αυτή η αλλαγή που χρειαζόμαστε.
Ο κ. Aντώνης Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Ο κ. Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ