H έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη θα αποτελούσε σημείο αναφοράς και οδικό χάρτη για τη νέα Ελλάδα που οραματιζόμαστε. Οπως είχε πει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός κατά την παρουσίασή της πριν από περίπου τρία χρόνια, η έκθεση αυτή, σε αντίθεση με άλλα τέτοιου είδους κείμενα, «δεν μασούσε τα λόγια της». Περιέγραφε την πραγματικότητα χωρίς «στοιχεία καλλωπισμού ή εξιδανίκευσης», προσδίδοντας μεγαλύτερη αξία στις διαπιστώσεις και τις παρατηρήσεις της.
Στο πνεύμα αυτό, χωρίς φόβο και πάθος, οι έγκριτοι και διακεκριμένοι συντάκτες της έκθεσης είχαν χτυπήσει από το 2020 καμπανάκι για την ποιότητα των υπηρεσιών στις επιβατικές μεταφορές – «ποιότητα δυσανάλογα χαμηλή σε σχέση με το κόστος συντήρησης και λειτουργίας του δικτύου κατά τις τελευταίες δεκαετίες».
Κατέληγαν στο συμπέρασμα πως η ανεπαρκής συντήρηση του δικτύου και ο μεγάλος αριθμός ισόπεδων σιδηροδρομικών διαβάσεων δημιουργούν ζητήματα ασφαλείας. Ανάλογο σήμα κινδύνου εξέπεμψαν και για τα «μελανά σημεία» του οδικού δικτύου.
Από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών πληροφορούμαστε τώρα ότι το 44% των συνολικών προτάσεων της Επιτροπής έχει ήδη εφαρμοστεί, πλήρως ή – έστω – μερικώς. Οπως φάνηκε από τα όσα αποκάλυψε το δυστύχημα των Τεμπών, οι συστάσεις για το σιδηροδρομικό δίκτυο υποτιμήθηκαν. Bρίσκονται ακόμη «υπό εφαρμογή». Είναι βέβαιο ότι πολλές από τις προτάσεις στις οποίες δόθηκε προτεραιότητα και εφαρμόζονται ήδη ήταν λιγότερο επείγουσες, καθώς δεν άπτονταν άμεσα της ασφάλειας των πολιτών.
Ο αποκαλούμενος «πολιτικός κίνδυνος», o oποίος για λίγο καιρό ξαποσταίνει αλλά ποτέ δεν πεθαίνει, συνίσταται ακριβώς σε αυτό. Στη διαχρονική ανικανότητα ή σκόπιμη απροθυμία των εκάστοτε κυβερνώντων να διακρίνουν τα σημαντικά από τα λιγότερο σημαντικά, να δώσουν προτεραιότητα στην ουσία.