Οι μοναρχία ήταν συνυφασμένες με μια παραδεδομένη τάξη πραγμάτων, την κοινωνική και πολιτική δομή της εποχής προ των επαναστάσεων του 1776 και του 1789. Με την εξαίρεση της Αγγλίας, οι μονάρχες ήταν απόλυτοι, νομιμοποιούνταν από τη θεία τάξη, βρίσκονταν στην κορυφή μιας ιεραρχημένης δομής, την οποία υποστήριζαν η γραφειοκρατία, ο στρατός και η αριστοκρατία.
Αυτή η τάξη κλονίστηκε κατά την εποχή των επαναστάσεων. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα οι βασιλείς παρέμειναν σε μια ασταθή ισορροπία με τα κοινοβούλια. Για δεκαετίες η μοναρχία παρέμενε ο κανόνας. Νέα κράτη, όπως η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Σερβία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, ήταν αυτονόητο ότι θα αποκτούσαν ηγεμόνα. Οταν έλειπαν ισχυρές εγχώριες οικογένειες με δυναστικές αξιώσεις, οι μεγάλες δυνάμεις αναλάμβαναν να επιλέξουν έναν πρίγκιπα από τους οίκους της Ευρώπης.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε το τέλος δυναστειών που είχαν σφραγίσει την ευρωπαϊκή ιστορία, όπως των Ρομανόφ στη Ρωσία, των Χοεντζόλερν στη Γερμανία και των Αψβούργων στην Αυστροουγγαρία. Οσες απέμειναν είδαν τον θεσμικό τους ρόλο να περιορίζεται σε συμβολικές πρακτικές. Ο ορθός λόγος, η εκκοσμίκευση και η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, συστατικά στοιχεία της νεωτερικής κοινωνίας, και η μαζική πολιτική επικράτησαν ενός κόσμου που εξασθενούσε και υποχωρούσε, έστω αργόσυρτα.
Ο 20ός αιώνας ανέδειξε τρία μονοπάτια για την επιβίωση της μοναρχίας: το πρώτο σηματοδοτήθηκε ιστορικά κυρίως από τη Βρετανία, τις σκανδιναβικές χώρες, το Βέλγιο, την Ολλανδία. Σήμαινε την παραίτηση του στέμματος από οποιαδήποτε εξουσία. Απομένει μια απροσδιόριστη επιρροή που προκύπτει από το γεγονός ότι το στέμμα συνήθως παραμένει στην καρδιά των θεσμών, αλλά δεν υπάρχουν αμφιβολίες ότι η εξουσία ασκείται από τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Η μοναρχία συμβολίζει κάποια συνέχεια, προσφέρει σύνδεση με ένα μακρινό παρελθόν, με τις απαρχές των εθνών και των κρατών, η λειτουργία της είναι συμβολική. Στο πλαίσιο αυτό συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο «επινοημένων» παραδόσεων, όπως τις χαρακτήρισε ο Ερικ Χόμπσμπαουμ, όπου με τελετουργίες και πρακτικές δίνεται υπόσταση σε εκδοχές αυτού του παρελθόντος.
Το δεύτερο μονοπάτι αφορά την ηττημένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Ιαπωνία, όπου ο αυτοκράτορας, επικεφαλής του πλέγματος εξουσίας που αποφάσισε τον πόλεμο, απεκδύθηκε τη θεϊκή του ιδιότητα και δέχθηκε να προσφέρει νομιμοποίηση στη νέα Ιαπωνία. Σε αυτήν εγκαθιδρύθηκαν με αμερικανική παρέμβαση δημοκρατικοί θεσμοί, ενώ ταυτόχρονα προωθήθηκε η ενσωμάτωση της χώρας στο δυτικό σύστημα ασφαλείας και στο μεταπολεμικό διεθνές οικονομικό σύστημα χωρίς μείζονες κοινωνικές αντιδράσεις. Ηταν μια περίπτωση ενδεικτική του ρόλου που μπορούσε να παίξει η μοναρχία στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου συνυπήρχαν σύγχρονες οικονομικές δομές και φεουδαρχικές αξίες και κουλτούρα.
Το τρίτο μονοπάτι ακολούθησε η μεταδικτατορική Ισπανία. Ηταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που είδε μεταπολεμικά μια παλινόρθωση μοναρχίας με τον δικτάτορα Φράνκο να έχει ορίσει διάδοχό του τον βασιλιά Χουάν Κάρλος. Η μοναρχία αποτέλεσε τον αναγκαίο παράγοντα για τη μετάβαση στη δημοκρατία. Η διαδικασία αυτή συνιστά μια εξαιρετική περίπτωση όπου συνέκλιναν η συνειδητοποίηση εκ μέρους του βασιλιά ότι ο εκδημοκρατισμός συνιστούσε στρατηγική επιβίωσης για τον θρόνο και η αντίληψη του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου ότι το στέμμα πρόσφερε μια ευκαιρία ομαλής εξέλιξης προς τη δημοκρατία.
Τα μονοπάτια αυτά αποδείχθηκαν εξαιρέσεις. Η πτώση του ανατολικού μπλοκ και η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης δεν πρόσφεραν κανενός είδους ευκαιρία για παλινορθώσεις και μάλιστα σε συνθήκες κοινωνικής αποσάθρωσης, μακράς διακοπής οποιασδήποτε πολιτικής δραστηριότητας και αναζωπύρωσης του εθνικισμού. Συνεπώς, όπου επιβιώνει η μοναρχία παίζει έναν συμβολικό ρόλο ως κατάλοιπο μιας απροσδιόριστης παράδοσης, ταυτίζεται με τις περισσότερο συντηρητικές μερίδες της κοινωνίας και της πολιτικής. Πέραν όμως των θεσμών, η «βασιλική ιδιότητα» («royalty») προσώπων και οικογενειών, που μπορεί να έχουν ή και να μην έχουν θεσμικό ρόλο, παίζει και έναν αστάθμητο κοινωνικό-πολιτισμικό, μη πολιτικό, ρόλο, ο οποίος όμως μπορεί να είναι κρίσιμος στη διαμόρφωση κοινωνικών αντιλήψεων, στάσεων και αξιών. Συνδυάζει με απρόβλεπτους τρόπους «λάμψη» με «παράδοση» και «καθήκον» και συνιστά ένα ισχυρό «σήμα» κοινωνικής ζωής στα υψηλά στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας και μίμησης στα χαμηλότερα.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.