Στις πανεπιστημιακές παραδόσεις μου ενίοτε αναφέρομαι στην κανονιστική και σημειολογική πυκνότητα του όρου «Σύνταγμα», αλλά και στο συνταγματικό κείμενο ως μια, με λακανικούς όρους, άρθρωση σημαινόντων μεταξύ τους σε μια σημαίνουσα αλυσίδα. Οι κριτικές σκέψεις των φοιτητών μας εκμαιεύονται μέσω στοχευμένων διερωτήσεων: Γιατί λ.χ. το «Σύνταγμα» της Γερμανίας μέχρι σήμερα ονομάζεται απλώς «Θεμελιώδης Νόμος», ενώ κατά τα λοιπά ο σχετικός όρος (Verfassung) χρησιμοποιείται ευρύτατα; Γιατί η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού Δικαίου δεν περιλαμβάνεται expressis verbis ως θεμελιώδης αρχή στο ίδιο το προοίμιο της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΕΕ) αλλά, αντιθέτως, τυγχάνει μόνο μιας αφηγηματικής αναφοράς ως απόφανση της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ, την οποία ο ενωσιακός νομοθέτης φαίνεται να διστάζει να υιοθετήσει ρητά, αλλά «απλώς» μας την «υπενθυμίζει» και την εισάγει σε μια χωρικά «απομακρυσμένη» προσαρτώμενη στη ΣΕΕ Δήλωση;

Θα έλεγα ότι στο πλαίσιο της επικαιρότητας των ημερών θα μπορούσε σε αυτό το πνεύμα να διατυπωθεί η εξής διερώτηση: Στερείται παντελώς σημειολογικής κανονιστικότητας αλλά και δικαιοπολιτικής ratio η παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος, όταν ορίζει αδιάστικτα ότι η Βουλή με απόφασή της συγκροτεί «ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης…»; Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική, πώς δύναται νομίμως αυτή η πολυπαραμετρική ratio να τεθεί εκποδών τη βουλήσει του εκάστοτε ελεγχομένου Υπουργού; Πόθεν συνάγεται ότι εν προκειμένω η προβλεπόμενη συνταγματική διαδικασία έχει τεθεί αποκλειστικά προς προάσπιση της εννόμου θέσης του Υπουργού, υπόκειται συνεπώς στη δική του απεριόριστη εξουσία διάθεσης, και δεν δρα κατ’ αποτέλεσμα ταυτοχρόνως και ως εγγύηση αποτελεσματικής εξάσκησης εκ μέρους της αντιπολίτευσης του θεσμικού της ρόλου ως ελέγχουσας την κυβέρνηση; Το μη νομικό «επιχείρημα» που διατυπώθηκε, ότι η αντιπολίτευση θα αξιοποιήσει την προκαταρκτική εξέταση για να κάνει «σόου», δεν φαντάζει ούτε πολιτικά πειστικό. Η εκάστοτε αντιπολίτευση οφείλει ούτως ή άλλως να γνωρίζει ότι χωρίς ουσιαστική και αξιόπιστη κυβερνητική πρόταση, οι προοπτικές της δεν είναι ευοίωνες – ειδικώς σε χαλεπούς καιρούς ως αυτοί που βιώνουμε.

Η στόχευση της εκ του ασφαλούς «γενναίας αυτοθυσίας» του ελεγχομένου Υπουργού είναι ευκρινής: Αποφυγή του «κινδύνου επέκτασης» της ποινικής διερεύνησης σε άλλα βαρύτερα αδικήματα και, κυρίως, σε άλλα πολιτικά πρόσωπα. Το τελευταίο ειδικώς σημείο, ήτοι αυτό της άμβλυνσης της δυνατότητας υποκειμενικής επέκτασης της ασκηθησόμενης δίωξης και σε έτερα πολιτικά πρόσωπα, αν τελεσφορήσει αυτή η «γενναία απλούστευση» και «υπερπήδηση» της συνταγματικά προβλεπόμενης διαδικασίας της προκαταρκτικής εξέτασης, δεν έχω προσωπικά δει να αμφισβητείται σοβαρά από κανέναν. Συνεπώς, το μείζον πολιτικό ζητούμενο θα έχει επιτευχθεί, αλλά η συνταγματική νομιμότητα και θεσμική αποτελεσματικότητα θα έχει για μια ακόμη φορά πληγεί. Τούτο συν τοις άλλοις διά του «διά ταύτα» της σώρευσης εγκληματικών συμπεριφορών, πράξεων και παραλείψεων, που οδήγησαν στην τραγωδία των Τεμπών, για τις οποίες τελικώς και πάλι κανείς εκ του ιθύνοντος πολιτικού προσωπικού δεν θα ευθύνεται. Πού οδηγούν αυτά; Σε μια ενίσχυση της κρίσης του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος, στον «αντισυστημισμό» που δήθεν οι «Ηρακλείς του στέμματος» διανοούμενοι συντροφιάς επιθυμούν να αντιπαλέψουν, αλλά και έναν ιδιότυπο μιθριδατισμό, ήτοι μια σταδιακή εξοικείωση με την επιλεκτική υπονόμευση της κανονιστικής εμβέλειας του Συντάγματος όταν οι ρυθμίσεις του δεν υποβοηθούν την πολιτική σκοπιμότητα.

 

Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.