Εχει ήδη επισημανθεί ότι οι καταδικασθέντες ως ηγεσία ή μέλη εγκληματικής οργάνωσης, εάν εκλεγούν στις αυτοδιοικητικές εκλογές, θα τεθούν αυτοδικαίως σε αργία (Καραμπατζός, 5.8.2023, Αλιβιζάτος, 27.8.2023). Ωστόσο, θα έπρεπε η καταδίκη για διεύθυνση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση να συνιστά και κώλυμα εκλογιμότητας, ειδικά όταν οι πράξεις τελέστηκαν υπό το πρόσχημα πολιτικού κόμματος, σύμφωνα με την εύστοχη στενή διατύπωση που πρότεινε το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ.

Διότι τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας. Μπορούν να παραγγείλουν άμεσα την εκτέλεση της βούλησής τους, ενεργοποιώντας τα μέσα του κρατικού καταναγκασμού. Η εγγύτητα αυτή προς τα «μονοπωλιακά» μέσα του κρατικού καταναγκασμού εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους και είναι ένας από τους λόγους για τη μεγαλύτερη ευελιξία που παρέχει το άρθρο 102 Συντ. στον νομοθέτη κατά την οργάνωση των αυτοδιοικητικών εκλογών σε σχέση με τις βουλευτικές. Μάλιστα, ένας δήμαρχος συγκεντρώνει σημαντική εξουσία. Είναι ένα μονοπρόσωπο όργανο, έχει δηλαδή και εξουσίες που τις ασκεί μόνος του. Επιπλέον, ο δήμαρχος, επειδή εκλέγεται από τον λαό, δεν υπέχει ευθύνη έναντι του δημοτικού συμβουλίου, δεν εξαρτάται από την εμπιστοσύνη του, όπως αντίθετα οι υπουργοί εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη της Βουλής και του πρωθυπουργού. Συντρέχουν, λοιπόν, ειδικοί λόγοι, ώστε όχι μόνο να μη συμμετέχουν, αλλά ούτε να διεκδικούν να μετάσχουν της εκτελεστικής εξουσίας, καταδικασθέντες για εγκληματική – μάλιστα ναζιστική – οργάνωση.

Επιπλέον, τίθεται ένα ζήτημα ειλικρίνειας και ευθύτητας στον προεκλογικό διάλογο. Γιατί να συμμετέχει κάποιος στις εκλογές, όταν είναι ήδη γνωστό ότι την επομένη δεν θα ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω της καταδίκης; Οι εκλογές δεν αποσκοπούν μόνον να περιγράψουν τις τάσεις μέσα στην πολιτική κοινότητα, όπως οι δημοσκοπήσεις. Κατατείνουν προεχόντως στην ανάδειξη των κρατικών οργάνων – βάσει της εκφρασθείσας λαϊκής βούλησης – τα οποία στη συνέχεια θα παράξουν τη βούληση του κράτους.

Ωστόσο, όταν στη διαδικασία εκλογής μετέχουν πρόσωπα τα οποία εμποδίζονται νομικώς να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, η προεκλογική διαβούλευση διεξάγεται, πρώτον, σε ανειλικρινή βάση. Είτε επειδή ορισμένοι ψηφοφόροι δεν γνωρίζουν ότι ο εκλεκτός τους θα τεθεί σε αργία και θα αιφνιδιαστούν, είτε επειδή, γνωρίζοντας ότι η ψήφος τους δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή του καταδικασθέντος στα όργανα του Δήμου, μπορούν εκ του ασφαλούς να εκφράσουν την αντίθεσή τους κατά του συστήματος. Η ανειλικρίνεια μπορεί να στρεβλώσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Δεύτερον, οι εκλογές διεξάγονται σε υποθετική βάση, επί τη βάσει της αίρεσης ότι θα μεσολαβήσει αθωωτική απόφαση. Η ψήφος, όμως, δεν μπορεί να εξαρτάται από αιρέσεις. Δεν είναι σύμβαση. Εχει τον χαρακτήρα απόφασης που στελεχώνει τα όργανα την επομένη της εκλογής.

Τρίτον, ιδίως όσον αφορά την εκλογή δημάρχου, οι εκλογές κινδυνεύουν να γίνουν προσχηματικές. Τι νόημα θα είχε ένας δεύτερος γύρος με έναν υποψήφιο που αμέσως θα τεθεί σε αργία, αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να συντρέξει τέτοια περίπτωση; Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα ακύρωνε την έννοια της εκλογής, ως επιλογής τουλάχιστον μεταξύ δύο, και θα καθιστούσε τη διαδικασία δημοψηφισματική έγκριση του άλλου.

Η κυρία Βασιλική Χρήστου είναι επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.