«Καθώς το αεροσκάφος του τούρκου προέδρου σηκωνόταν απαλά στον βραδινό αττικό ουρανό, εκείνος γύρισε στον στενό του σύμβουλο που καθόταν απέναντί του και με ένα βεβιασμένο χαμόγελο ρώτησε: ποιος άραγε έχει φύγει από αυτόν εδώ τον τόπο νιώθοντας πως έχει καταφέρει να τον δαμάσει;».
Οι παραπάνω γραμμές αποτελούν προϊόν φανταστικού διαλόγου γιατί ο Ερντογάν δεν έχει κλειστό ηγετικό κύκλο. Δεν ήταν βέβαια πάντα έτσι, αφού και ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης και αργότερα ως πρωθυπουργός της Τουρκίας στηρίχθηκε όχι μόνο στην πολιτική του ευφυΐα, αλλά και σε αυτή ανθρώπων όπως ο θεωρητικός Αχμέτ Νταβούτογλου, ο διεισδυτικός Αμπντουλάχ Γκιουλ και ο οργανωτικός Αμπντουλάχ Γκιουλέν.
Πλέον όμως, περιστοιχίζεται από άτομα της οικογένειάς του και τη σύζυγο του, την Εμινέ, σημάδι μιας πολιτικής πορείας με έντονα τα σημεία της αυτοαναφοράς και εσωστρέφειας.
Μελετώ τον Ερντογάν πολλά χρόνια τώρα. Από τη θεαματική νίκη του 2002 με 34% απέναντι στο Κεμαλικό Κόμμα και τις παραφυάδες του, που αν και δεν του προσέφερε την πρωθυπουργία λόγω νομικών κωλυμάτων εντούτοις κατάφερε να αποτελέσει τη βάση μιας σημαντικής πολιτικής – και αργότερα και πολιτειακής – μεταβολής στον πυρήνα του τουρκικού κράτους.
Στην Αθήνα την 7η Δεκεμβρίου προσπάθησε να μεταδώσει μια αταίριαστη ηπιότητα με τον εκρηκτικό του χαρακτήρα, καθώς δίπλα του ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξέπεμπε τη σιγουριά του πολιτικού που έχει διαβάσει ορθά το διεθνές περιβάλλον και γνωρίζει πως οι επιλογές του συνομιλητή του είναι μετρημένες στα δάχτυλα ενός χεριού που έχει χάσει τα τρία εξ αυτών σε πράξεις και λάθη του παρελθόντος:
- να αποδείξει πως μπορεί να συνομιλήσει με την Αθήνα
- να τοποθετηθεί οριστικά στο περιθώριο των εξελίξεων, με τον χρόνο να μετρά αντίστροφα για τον ίδιο και το κράτος του.
Δύο διαφορετικές σχολές ηγεσίας
Την 7η Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μαξίμου δύο διαφορετικές σχολές ηγεσίας στάθηκαν αντίκρυ στην κρίση της Ιστορίας. Η μία ήταν αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μετά από μια μακρά περίοδο υψηλής ρευστότητας για τη χώρα (2010-2019), κατέστησε την Ελλάδα παράγοντα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια.
Και μπορεί η ελληνική εξωτερική πολιτική να μην προσφέρει πολλές συγκινήσεις για τους θιασώτες των μεγάλων ανατροπών και των σισύφειων αδιεξόδων, αλλά το γεγονός πως η χώρα θεωρείται ένας σταθερός και αξιόπιστος εταίρος από την πλειοψηφία του δυτικού κόσμου αποτελεί αδιαμφισβήτητη επιτυχία του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το εθνικό κύρος και γόητρο έχει ξανά ενισχυθεί, ενώ η Ελλάδα απολαμβάνει τη γεωστρατηγική υπεραξία της αύξησης των υλικών φορτίων ισχύος της μέσω μιας έξυπνης Υψηλής στρατηγικής που προνοεί υπέρ της υιοθέτησης των νέων συστημικών δεδομένων και της μετατροπής αυτών σε θέσεις ενίσχυσης του status της χώρας εντός του δυτικού πόλου.
Η άλλη, του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Απρόβλεπτη, με συναισθηματικές εκρήξεις μεγαλείου, επιρρεπής προς τις πομπώδεις ρητορείες και τις θεαματικές ανατροπές. Αναθεωρητική Erga Omnes και ανθεκτική απέναντι σε πλείστες προκλήσεις που στην ουσία δημιουργούνται λόγω των κεντρικών επιλογών της ηγεσίας.
Καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποχαιρετούσε τον Ερντογάν στο κατώφλι του Μεγάρου Μαξίμου, με τον Πίνατ να δείχνει ιδιαιτέρως ευτυχισμένος εξαιτίας των πολλών νέων αφίξεων τις προηγούμενες ώρες που είχε την τύχη να… μυρίσει, ίσως να αναρωτιόταν τι θα έγραφε ο ιστορικός του μέλλοντος για εκείνη την ημέρα.
Ο ιστορικός του μέλλοντος δεν θα καταλήξει σε διθυράμβους τύπου «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σε μια νέα εποχή ειρήνης και κοινής συμπόρευσης», αλλά περισσότερο σε μια προσεκτική θέση του τύπου «Στις 7/12/2023 Ελλάδα και Τουρκία υιοθέτησαν το ρεαλιστικό ένα βήμα τη φορά».
Τα σημεία εστίασης για την επίσκεψη
Λίγα μέτρα πιο πέρα και κάποια λεπτά αργότερα, ο τούρκος πρόεδρος συναντιόταν με τους ψευδομουφτήδες της Θράκης εντός της Τουρκικής Πρεσβείας στην οδό Ρηγίλλης. Ίσως εν τω μέσω φιλοφρονήσεων και ευχών για μακροημέρευση να σκεφτόταν σε ποιο σημείο ακριβώς θα επικεντρώνονταν οι αναλύσεις των δημοσιογράφων και των ειδικών επιστημόνων για την επίσκεψή του στην Αθήνα τις επόμενες ημέρες.
Κάποιοι θα αναδείξουν τη διπλωματική αυτοσυγκράτηση που δεν επέδειξε σε προηγούμενες επισκέψεις του αλλά που διατήρησε άψογα καθ’ όλη τη σύντομη παραμονή του στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, άλλοι την πονηρή αναφορά του για τους έλληνες μουσουλμάνους με εθνικό προσδιορισμό που δεν υποστηρίζεται ούτε εθνολογικά αλλά ούτε και από τα διπλωματικά κείμενα που καθορίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ άλλοι θα αναφέρουν πως σταθερότητα υπό τη σκιά του casus belli, με τη βόρειο Κύπρο υπό κατοχή και την Αγιά Σοφιά τζαμί αντί μουσείου είναι στόχος μη ρεαλιστικός.
Είναι καλό τα δύο κράτη να συνομιλούν. Η ουσία όμως κρύβεται στη διαχείριση στρατηγικών στόχων και στην εξυπηρέτηση εθνικών πολιτικών. Αν η Τουρκία συνεχίσει να αισθάνεται άβολα στο νεωτερικό κοστούμι του 1923 και αποζητά τον μαξιμαλισμό του οθωμανικού παρελθόντος, τότε η 7/12 θα είναι ένα απλώς ευχάριστο διάλειμμα με χαμένα και τα δυο κράτη αλλά με τη γείτονα να έχει να διαχειριστεί πλέον μια βαθιά κρίση στρατηγικού προσανατολισμού.
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι καθηγητής Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Οι δυο του μονογραφίες, «Διεθνείς Σχέσεις από την Αρχή», Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας και «Smart Instead of Small in International Relations Theory», Springer, κυκλοφορούν σε Ελλάδα και εξωτερικό.