Πέρα από την καθαυτό αντιδικία του πρώην γενικού γραμματέα του Πρωθυπουργού Γρηγόρη Δημητριάδη με την «Εφημερίδα των Συντακτών» και την ομάδα Reporters United σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών, η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών είναι αξιοσημείωτη, επειδή βάζει ορισμένα πράγματα στη θέση τους.

Τα όρια της κριτικής για έναν πολιτικό, σύμφωνα με την απόφαση, είναι ευρύτερα από αυτά ενός κοινού ανθρώπου, διότι ο πολιτικός εκτίθεται συνειδητά και αναπόφευκτα σε ενδελεχή έλεγχο των πράξεων και των απόψεών του, τόσο από τους δημοσιογράφους όσο και από τους πολίτες. Συνεπώς, οφείλει να δείχνει μεγαλύτερη ανοχή. Το ίδιο ισχύει για κάθε άλλο δημόσιο πρόσωπο.

Το ενδιαφέρον για τις πράξεις και τις απόψεις δημόσιων προσώπων πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και κοινωνική αποστολή του Τύπου για πρόσωπα ή ομάδες που αφορούν το κοινωνικό σύνολο. Εξαιτίας αυτού του λόγου μπορούν να δημοσιευθούν ειδήσεις και σχόλια ακόμα και με οξεία κριτική ή με δυσμενείς χαρακτηρισμούς.

Για τη συκοφαντική δυσφήμηση απαιτείται, σύμφωνα και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, να καταγνωστεί άσκοπη προσωπική επίθεση ή προσβολή κατά του ενάγοντος, η οποία να εκφεύγει των σκοπών του δημοσιεύματος, ως έκφραση καταφρόνησης προς το συγκεκριμένο πρόσωπο χωρίς άλλη τεκμηρίωση, ώστε να μην μπορεί να χαρακτηριστεί αξιολογική κρίση. Οι χαρακτηρισμοί που θα χρησιμοποιηθούν κατά ενός δημόσιου προσώπου πρέπει να είναι τόσο ακραίοι ώστε να μην μπορούν να γίνουν ανεκτοί ούτε καν στο απώτερο όριο ανοχής που τίθεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα.

Τα παραπάνω μπορεί να φαίνονται αυτονόητα σε κάθε καλόπιστο πολίτη. Δεν είναι όμως η πραγματικότητα πολλών δημοσιογράφων, οι οποίοι συχνά δέχονται καταχρηστικές ή και χρηματικά εξοντωτικές αγωγές επειδή απλώς έκαναν τη δουλειά τους και άσκησαν έλεγχο σε ένα δημόσιο πρόσωπο.

Ασφαλώς, τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να βρίσκονται στο απυρόβλητο. Αλλά όταν αποκαλύπτουν ένα σκάνδαλο ή κρίνουν μια επιλήψιμη συμπεριφορά, με ποιες λέξεις θα τα περιγράψουν, όταν η ίδια η αποκάλυψη ενός σκανδάλου επιφέρει εξ ορισμού βλάβη σε όποιον το διέπραξε; Σύρονται στα δικαστήρια για να αποδείξουν τι; Αν η κάθε λέξη που χρησιμοποίησαν είχε ή όχι σκοπό εξύβρισης ή δυσφήμησης και αν οι τίτλοι των δημοσιευμάτων υπερβαίνουν το μέτρο, το οποίο σε κάθε βαθμό της Δικαιοσύνης είναι συχνά διαφορετικό;

Εκεί χάνεται η ουσία της δημοσιογραφίας και ξεκινάει ένα παιχνίδι δικανικού καθωσπρεπισμού ή και περιορισμού της δημοσιότητας που αντιτίθεται στον ρόλο των μέσων ενημέρωσης και στην κοινωνική πίεση για μεγαλύτερο έλεγχο όσων ασκούν εξουσία. Αν πρέπει οι δημοσιογράφοι να συγκρατούνται, γιατί πράγματι μπορεί να επιφέρουν υπέρμετρη βλάβη σε κάποιο πρόσωπο, δεν πρέπει και οι δικαστές, μια μερίδα τους τουλάχιστον, να αποφασίσουν αν είναι πιο δημοκρατικό να ερευνώνται τα δημόσια πρόσωπα και από τα μέσα ενημέρωσης; Διότι διαμορφώνεται, ευτυχώς όχι πλειοψηφικά, η απαίτηση όταν οι δημοσιογράφοι πέφτουν σε κάποιο σκάνδαλο να μην το αποκαλύπτουν, να προσκομίζουν τα στοιχεία στη Δικαιοσύνη και να γράφουν μόνο αφότου κριθεί τελεσίδικα η υπόθεση. Σε αυτή την περίπτωση το σκάνδαλο των παράνομων παρακολουθήσεων θα έβγαινε άραγε ποτέ στην επιφάνεια;