Κάθε φορά που επιχειρείται να αρθρωθεί οποιοσδήποτε κριτικός λόγος για την περίοδο της «αμέριμνης διακυβέρνησης» του Κώστα Καραμανλή, υψώνεται παραδόξως από αριστερά και δεξιά τείχος προστασίας.
Εξεγείρονται διάφοροι υπερασπιστές και υποστηρικτές του, ωσάν να θίγονται τα ιερά και τα όσια της φυλής. Σε σημείο που ευλόγως να διερωτάται ο καθείς για το πάθος και την ορμή των Ηρακλέων του καραμανλικού στέμματος.
Ωστόσο τα γεγονότα είναι γεγονότα και η Ιστορία Ιστορία. Ο κ. Καραμανλής εκλήθη το 1997 να αναλάβει την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας μετά βαΐων και κλάδων, σαν άλλος μεσσίας.
Ηταν νέος, με ρητορική δεινότητα, προερχόμενος από την ιστορική οικογένεια του «εθνάρχη» και σχεδόν εκπαιδευμένος για τον ρόλο. Και οι απόψεις και οι πεποιθήσεις του φάνταζαν ελπιδοφόρες και δημιουργικές σε εκείνη τη φάση της παντοκρατορίας του Κώστα Σημίτη και των επιγόνων του Ανδρέα Παπανδρέου.
Επιπλέον, το προφίλ του ήταν λαϊκό και ο ίδιος «μιλούσε» στον λαό, παρά την όχι και τόσο ταπεινή πολιτική καταγωγή του.
Στην πρώτη εκλογική αντιπαράθεσή του με τον Κώστα Σημίτη έχασε με μια διαφορά μόλις 60.000 ψήφων και από την επομένη των εκλογών του 2000 ήταν δυνάμει πρωθυπουργός. Είχε μάλιστα στη διάθεσή του άπειρο χρόνο για να προετοιμαστεί και να εξοπλιστεί καταλλήλως, ώστε να διαδραματίσει ρόλο πραγματικού ηγέτη της χώρας.
Στα χρόνια αυτής της προετοιμασίας, μάλιστα, πολιτεύθηκε με σύνεση, κατακεραύνωνε τα πολλά συμπτώματα διαφθοράς και υπήρξε προσωπικά ο ίδιος κήρυκας της δημοσιονομικής εγκράτειας και σταθερότητας και βεβαίως υπέρμαχος της μεταρρύθμισης.
Προς επίρρωσιν των παραπάνω, σε κάποια φάση ανέδειξε σε μείζον θέμα τη λεγόμενη «δημιουργική λογιστική», εκείνο το παροιμιώδες διαρκές φτιασίδωμα των αριθμών από την αναξιόπιστη – από τότε – Στατιστική Αρχή.
Ωστόσο, ερχόμενος την άνοιξη του 2004 στην εξουσία, ουδεμία δέσμευση τήρησε.
Από την αρχή άμβλυνε τις απόψεις του, οι όρκοι του υπέρ της δημοσιονομικής σταθερότητας και της αποκατάστασης συνθηκών διαφάνειας στην οικονομική ζωή της χώρας ήρθησαν.
Από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του επικράτησαν συνθήκες δημοσιονομικής χαλαρότητας και ανοχής στις πολλές εκδοχές της διαφθοράς. Και βεβαίως η υπεσχημένη μεταρρύθμιση έμεινε γράμμα κενό.
Με άλλα λόγια, φάνηκαν γρήγορα το κενό και η αδυναμία. Από το 2006 η διακυβέρνηση Καραμανλή φάνταζε «αμέριμνη», τα πάντα είχαν αφεθεί στον αυτόματο, χωρίς πρόνοιες και φροντίδες για το μέλλον. Το ξεχαρβάλωμα του κράτους αποτυπώθηκε στις φονικές πυρκαγιές του 2007. Τότε, για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα, επινοήθηκαν οι λεγόμενες «ασύμμετρες απειλές».
Παρά ταύτα ο λαός συνέχιζε να τον στηρίζει. Στις εκλογές του 2007 τού έδωσε δεύτερη ευκαιρία, την οποία επίσης πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων.
Προκήρυξε τις εκλογές επικαλούμενος την κατάρτιση προϋπολογισμού εξυγίανσης και ακολούθως ουδέν έπραξε.
Η χώρα ήταν εκτεθειμένη πανταχόθεν και η κυβέρνησή του ξόδευε αφειδώς. Κάπως έτσι φθάσαμε απολύτως απροετοίμαστοι και υπερχρεωμένοι στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε επί των ημερών του ως ασθενής κρίκος της ευρωζώνης και ήταν από τις πρώτες χώρες που δέχθηκαν τις συνέπειες της μεγάλης ύφεσης. Και όταν είδε κι απόειδε εγκατέλειψε τη μάχη, παραδίδοντας την εξουσία στον φιλόδοξο μεν, πλην ελλειμματικό στην κατανόηση των συνθηκών Γιώργο Παπανδρέου, με τις γνωστές συνέπειες σε όλους.
Εκτοτε ο Κώστας Καραμανλής δεν έχει ανοίξει το στόμα του. Επικοινωνεί μέσω κύκλων και υποτιθέμενων αυθεντικών ερμηνευτών του.
Εγκαλείται λοιπόν για τις ευκαιρίες που είχε και δεν τις αξιοποίησε. Και εγκαλείται από την Ιστορία, από τα αδιάψευστα γεγονότα. Και βεβαίως προδίδεται από τη μακρά και ενοχική σιωπή του.