Από τον Μάρτιο του 2023 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2024 μια διεπιστημονική ομάδα 49 ερευνητών, προερχόμενων από εννέα ελληνικά εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα, «χτένιζαν» επιλεγμένους αρχαιολογικούς χώρους. Σκοπός τους ήταν να μελετήσουν τη χλωρίδα και την πανίδα είκοσι εμβληματικών αρχαιολογικών χώρων, υλοποιώντας μια ιδέα της υπουργού Πολιτισμού. Το πρόγραμμα καταγραφής και μελέτης της βιοποικιλότητας των αρχαιολογικών χώρων χρηματοδοτήθηκε από τον ΟΦΥΠΕΚΑ και ονομάστηκε ΒΙΑΣ (ΒΙοποικιλότητα στους Αρχαιολογικούς χώρουΣ) κάνοντας αναφορά στον Βία τον Πριηνέα, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας.
Φορέας Υλοποίησης του προγράμματος ήταν το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε αυτό συμμετείχαν ερευνητές από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Πατρών, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων και το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Οι αρχαιολογικές θέσεις είχαν βεβαίως επιλεγεί από το υπουργείο Πολιτισμού.
Κάποιες από αυτές ήταν χαρακτηρισμένες από την UNESCO ως Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς, κάποιες άλλες ήταν χαρακτηρισμένες ως περιοχές του δικτύου Natura 2000 και σε τρεις περιπτώσεις ίσχυαν και οι δύο παραπάνω συνθήκες. Οι χώροι που μελετήθηκαν είναι: Ακρόπολη-Αρχαία Αγορά-Λόφοι (UNESCO), Επίδαυρος (UNESCO), Ολυμπία (UNESCO, δίκτυο Natura 2000), Φίλιπποι (UNESCO), Μεσσήνη, Απτερα Χανίων, Mon Repos Κέρκυρα, Δωδώνη, Νικόπολη (δίκτυο Natura 2000), Μετέωρα (UNESCO, δίκτυο Natura 2000), Αγιος Αχίλλειος Πρεσπών (δίκτυο Natura 2000), Παλαιά Πόλη Ιωαννίνων και Νησί (δίκτυο Natura 2000), Ακροκόρινθος (δίκτυο Natura 2000), Γραμβούσα-Μπάλος (δίκτυο Natura 2000), Μυστράς (UNESCO), Δήλος (UNESCO), Σούνιο (δίκτυο Natura 2000), Βραυρώνα (δίκτυο Natura 2000), Δελφοί (UNESCO, δίκτυο Natura 2000) και Φαιστός.
Απαιτήθηκαν 526 ημέρες δειγματοληψιών και 90 ημέρες αναλύσεων στο εργαστήριο προκειμένου να εξαχθούν τα συμπεράσματα που παρουσιάστηκαν την περασμένη Πέμπτη σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη. Συνολικά καταγράφηκαν 10.460 είδη. Ωστόσο, επειδή κάποια είδη βρίσκονταν σε περισσότερους από έναν αρχαιολογικούς χώρους – χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγριελιά –, ο αριθμός ειδών που διαβιοί στους 20 αυτούς αρχαιολογικούς χώρους είναι 4.403.
Αυτός ο αριθμός ειδών αντιπροσωπεύει το 13% της ελληνικής βιοποικιλότητας, ενώ ο αριθμός των ζωικών ειδών που εντοπίστηκαν αντιπροσωπεύει το 11% της ελληνικής πανίδας. Με δεδομένο ότι οι χώροι που μελετήθηκαν αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,08% της συνολικής επιφάνειας της χώρας, διαπιστώνει κανείς ότι οι αρχαιολογικοί χώροι αποτελούν «καταφύγια» για τα είδη.
Δηλαδή, η διαχρονική προστασία των αρχαιολογικών χώρων προστάτευσε και τη βιοποικιλότητά τους δημιουργώντας αυτό που οι ειδήμονες ονομάζουν «πολιτισμικό τοπίο». Την επόμενη φορά λοιπόν που θα επισκεφθούμε έναν αρχαιολογικό χώρο θα άξιζε τον κόπο να διευρύνουμε την εμπειρία μας περιδιαβαίνοντας – με τον προσήκοντα σεβασμό – και στο φυσικό περιβάλλον του.