Σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, με τόσο ταραγμένη Ιστορία, η τέχνη της ήταν λογικό να πάρει θέση. Η θέση πήρε αρκετές μορφές, κραυγαλέα καταγγελτική, άτσαλα πολεμική, υπαινικτική, με συμβολικές αναφορές, πηγαία ποιητική, βαθιά συναισθηματική.
Ο όρος «πολιτικό τραγούδι» στην Ελλάδα είναι κάπως παρεξηγημένος, για αρκετούς λόγους. Ο πρώτος είναι η ταύτισή του με τη στρατευμένη τέχνη. Το αληθινά πολιτικό τραγούδι δεν στρατεύτηκε, συμμετείχε στις συλλογικές διαδικασίες και οι αιχμές του δεν ήταν οι διαφορές μας αλλά το κοινό αίσθημα. Κανένα από τα μεγάλα τραγούδια που λειτούργησαν ως τραγούδια διαμαρτυρίας σε όλον τον κόσμο δεν ήταν ένα αιχμηρό τραγούδι ενάντια στους εχθρούς αλλά ένα τραγούδι συναισθηματικής συσπείρωσης γύρω από εκείνα που μας ενώνουν.
Σε κανένα από τα δεκάδες τραγούδια του στα οποία έγραψε ο ίδιος τους στίχους, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν βρίζει τους βασανιστές του, τους πολιτικούς αντιπάλους. Δεν είναι αυτός ο ρόλος της τέχνης.
Οκτώ από τα δέκα τραγούδια που γράφτηκαν στα χρόνια της Κατοχής ήταν ερωτικά. Γιατί; Γιατί η τέχνη δεν είναι δημοσιογραφία, το τι ζούσαν το ήξεραν, το όνειρο είχαν ανάγκη, το λουλούδι και όχι την πέτρα. Το αν ένα τραγούδι χαρακτηριστεί ή όχι πολιτικό, συνήθως δεν έχει να κάνει με τις προθέσεις του αλλά με εκείνο που του αποδίδει ο κόσμος. Αν η λειτουργία του είναι συσπειρωτική τότε πέτυχε στον σκοπό του. Και αυτή η σύνδεση μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και από ένα ερωτικό τραγούδι.
Τo «soundtrack» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου δεν ήταν κραυγαλέα τραγούδια πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά δύο ριζίτικα γραμμένα από άγνωστους πριν από εκατό και πλέον χρόνια στα βουνά της Κρήτης, το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και το «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». H συσπειρωτική λειτουργία τους όμως ήταν βαθιά πολιτική.
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί θεωρίες περί πολιτικού τραγουδιού που είναι αρκετά ανιστόρητες γιατί αγνοούν τα πραγματικά γεγονότα. Εγκαλούν τους δημιουργούς πως δεν γράφουν μόνο θυμωμένα – εννοούν φανατισμένα – τραγούδια και αναφέρουν παραδείγματα άλλων εποχών όπως ο Μάνος Λοΐζος. Ο σπουδαίος Μάνος Λοΐζος όμως που έγραψε συγκλονιστικά πολιτικά τραγούδια, στα χρόνια της Επταετίας έκανε μεγάλα σουξέ με την «Τζαμάικα», το «Παλιό ρολόι» και το «Παποράκι του Μπουρνόβα». Είχε προσωπική ανάγκη να τα γράψει, όχι μόνο για να παρακάμψει τη λογοκρισία.
Ακόμη και τα θεόρατα μεγέθη του Ξαρχάκου, του Μίκη και του Χατζιδάκι έγραψαν εκείνα τα χρόνια καθαρά ερωτικά ή διαπροσωπικά τραγούδια αλλά βέβαια μιας αισθητικής που από μόνη της ήταν πολιτική πράξη σχεδόν ακτιβιστική. Κι όταν χρειάστηκαν κάτι πιο αιχμηρό το πήραν από τον Ρίτσο και τον Βάρναλη.
Πολύ καλά κάνουν και γράφουν τέτοια αρκετοί πιτσιρικάδες αν αυτός είναι ο δρόμος τους, αλλά έχοντας πίσω μας αυτή την ακριβή κληρονομιά υψηλής αισθητικής και ουσιαστικής παρέμβασης ας αναλογιστούμε μήπως πριμοδοτώντας τραγούδια εφηβικού «ξεμπουκώματος» γραμμένα από πενηντάρηδες, υποβιβάζουμε την τέχνη σε επίπεδο απλά θυμωμένης καταγραφής και τότε από πραγματικά «επικίνδυνη» την κάνουμε εύκολα διαχειρίσιμη και απαξιωμένη.