Καθώς μπήκαμε πια στην άνοιξη και ήδη ξεκινούν οι πρώτες αφίξεις τουριστών, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η ακτοπλοΐα μας είναι έτοιμη και με ασφάλεια να ανταποκριθεί στην καθημερινή αποστολή της να συνδέει με τακτικές γραμμές την περιφέρεια με το κέντρο καθώς και μεταξύ τους τα διάφορα νησιά και απόκεντρους προορισμούς. Λόγω της τραγωδίας με τη σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης θορυβημένος ζήτησε να διενεργηθούν εξονυχιστικοί έλεγχοι στα επιβατικά πλοία για την υψηλότερη δυνατή ασφάλεια των επιβατών. Ομως υφίσταται πράγματι αυτή η ασφάλεια;
Οποιος έχει ταξιδέψει με επιβατικά πλοία, ιδίως το καλοκαίρι, διαπιστώνει διά γυμνού οφθαλμού την ανεπάρκεια της ασφάλειας σε περίπτωση ατυχήματος. Τα πλοία υπερπλήρη, με τους επιβάτες της τουριστικής ιδίως θέσεως τον έναν επάνω στον άλλον. Είναι βέβαιο ότι σε περίπτωση ναυαγίου οι ναυαγοσωστικές λέμβοι και γενικά τα σωστικά μέσα είναι αριθμητικά ανεπαρκή για να διασώσουν όλους του επιβαίνοντες. Δεν είναι επίσης καθόλου βέβαιο ότι και οι διαθέσιμες λέμβοι μπορούν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους. Το δε χειρότερο είναι ο ανεξέλεγκτος μεγάλος αριθμός επιβατών.
Μείζονα κίνδυνο επίσης συνιστά και η υπερφόρτωση των γκαράζ με φορτηγά αυτοκίνητα και ΙΧ χωρίς συχνά την τήρηση αποστάσεων ασφαλείας, ώστε να υπάρχει δυνατότητα επέμβασης σε περίπτωση απροόπτου. Και συμβαίνουν όλα αυτά όταν, όπως αναφέρεται, τουλάχιστον ένα στα τρία πλοία φεύγει από τα λιμάνια της χώρας εν μέσω κακών καιρικών συνθηκών με ευθύνη των πλοιάρχων τους, όπως επεσήμανε πρόσφατα «Το Βήμα» (19/3). Και αξίζει να αναφερθεί ότι με τα 239 πλοία της ελληνικής ακτοπλοΐας διακινήθηκαν το 2022 33 εκατομμύρια επιβάτες, για να γίνει αντιληπτό πόσο μεγαλύτερης έκτασης είναι ο κίνδυνος σε σύγκριση με τους διακινούμενους με το τρένο.
Οι εργαζόμενοι στα επιβατικά πλοία μας, ανησυχούντες για την υφιστάμενη κατάσταση, ζητούν την απαγόρευση απόπλου των πλοίων για τα οποία υπάρχουν παρατηρήσεις για σοβαρά προβλήματα ασφάλειας. Επίσης ζητούν την απαγόρευση απόπλου των επιβατικών πλοίων σε περίπτωση κακοκαιρίας και αυστηρότερο έλεγχο της αξιοπλοΐας των υπερήλικων πλοίων και εκείνων που έχουν υποστεί μετασκευές. Οπως επίσης αποκάλυψε ο συνάδελφος Βασίλης Λαμπρόπουλος στο «Βήμα», υπήρχε έως πρόσφατα πρόβλημα με την επαναλειτουργία του Εθνικού Πληροφοριακού Συστήματος Διαχείρισης Κυκλοφορίας Πλοίων. Ετσι το επιχειρησιακό κέντρο του Λιμενικού ήταν τυφλό και υπήρχε κίνδυνος για συγκρούσεις επιβατικών πλοίων. Ως από θαύμα γλιτώσαμε από «τράκες» πλοίων και ελπίζουμε ότι ο κίνδυνος αυτός πράγματι προλαμβάνεται τώρα.
Ας σημειωθεί ότι η μέση ηλικία των επιβατικών μας πλοίων είναι γύρω στα 30 χρόνια, ενώ υπάρχουν δρομολογημένα πλοία και άνω των 40 ετών ή ακόμα και των 50, δηλαδή πραγματικοί σκυλοπνίχτες, κυρίως σε περιφερειακές διασυνδέσεις. Επίσης ειδικό πρόβλημα υφίσταται στα ταχύπλοα, στα οποία δεν υπάρχουν καμπίνες για να ξεκουράζονται τα πληρώματά τους, και διατυπώνονται καταγγελίες ότι ορισμένες εταιρείες δεν «προλαβαίνουν» να αντικαθιστούν τα πληρώματά τους ώστε εναλλασσόμενα να ξεκουράζονται, με προφανή κίνδυνο από την υπερκόπωσή τους. Ας ελπίσουμε ότι εφέτος το καλοκαίρι δεν θα συμβεί δυστύχημα ανάλογο προς εκείνο των Τεμπών ή του «Σαμίνα» και ότι οι ελεγκτικές αρχές θα εντατικοποιήσουν και αυστηροποιήσουν το έργο τους, προτού έχουμε και μια θαλάσσια «τράκα».