Βλέποντας την ταινία της Φίνος Φιλμ και του Τζέιμς Πάρις με τίτλο «Παπαφλέσσας – Η μεγάλη στιγμή τού ’21», που συνήθως τέτοιες ημέρες παίζεται σε κάποιο ιδιωτικό κανάλι, περιμένω πάντα από κάπου να ξεπεταχτεί η Αλίκη Βουγιουκλάκη και να λυγίσει τον ήρωα Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Η πολύ στιβαρή Κάτια Δανδουλάκη, η οποία παίζει την Κατερίνα που ονειρεύεται να γίνει παπαδιά, δεν έχει την τσαχπινιά της Αλίκης. Ετσι οι δύο σκηνές όπου η Κατερίνα ομολογεί τον έρωτά της για τον Δέσποτα δεν έχουν κάποιου τύπου sexiness, μολονότι οι διάλογοι παραπέμπουν σε αισθηματικό ρομάντζο.
«Ορίζω τη ζωή μου όπως εσύ» του λέει του Παπαφλέσσα η Κατερίνα στην πρώτη σκηνή, κι αφού αυτός δεν ενδίδει τον κατηγορεί, όπως όλες οι γυναίκες, ότι έβαλε ως προτεραιότητα τη δουλειά του αντί για την αγάπη τους: «Για να ξεχωρίζεις έγινες δεσπότης, εμένα δεν με λογάριασες» του λέει. «Δεν είμαι άγγελος εγώ, βρες έναν άντρα να σε αγαπάει» της απαντάει εκείνος. «Ησουνα ο πρώτος και θα ‘σαι ο στερνός μου» του ορκίζεται αυτή, δείχνοντας την αιώνια πίστη της– όχι στον Θεό πάντως. Λίγο αργότερα, όταν ξανασυναντιούνται, η αδρεναλίνη που έχει προκαλέσει ο ξεσηκωμός, συναντά την ερωτική παράκρουση, όπως συμβαίνει συχνά στις επαναστάσεις.
«Ερχονται ώρες που μου φαίνεσαι ψηλός ως τον ουρανό. Σαν να μην πατάς στη γη» του λέει του έρωτά της. «Μήπως θα με πεις και αερικό; Χώμα είμαι και νερό, Κατερίνα» απαντάει αυτός, σκληρός όπως πάντα. «Μια νύχτα ολόκληρη μονάχοι, δεν θα το μάθει κανείς. Ελα, αυτό σου ζητώ» τον παρακαλάει και τον δελεάζει εκείνη. «Γεια σου, Κατερίνα» της λέει ο ήρωας και φεύγει μέσα στη νύχτα.
Δεν ξέρω ποιοι έχουν γράψει τους διαλόγους, αλλά σε αυτά τα αριστουργήματα που αποκαλώ «Φουστανέλα Φιλμς», τα λόγια που ακούγονται από τους πρωταγωνιστές είναι πραγματικά απίστευτα και μάλλον θεαματικότερα από τις σκηνές δράσης όπου φαντάροι που παίζουν τους κομπάρσους «σκοτώνονται» μεταξύ τους ως επαναστατημένοι Ελληνες και κατακτητές Τούρκοι – ένας φίλος μου, συνταξιούχος της ΔΕΗ σήμερα, υπηρετούσε τότε τη θητεία του και έπαιξε και τον Ελληνα και τον Τούρκο, σε διαφορετικές σκηνές.
«Είδα ένα όνειρο αυτές τις μέρες. Υπέγραφε λέει ο Θεός ένα ομόλογο. Την ελευθερία της Ελλάδος. Κι ο Θεός δεν παίρνει την υπογραφή του πίσω» λέει κάποια στιγμή ο Κολοκοτρώνης. «Το λιοντάρι και χωρίς δόντια είναι λιοντάρι. Ακόμα και τώρα, αν τολμήσουν, ας έρθουν να μας χτυπήσουν» λέει ο Δράμαλης. Το 1821 οι άνθρωποι μιλούσαν όπως στη «Λάμψη» του Φώσκολου, απλά η Δανδουλάκη ήταν η Κατερίνα και όχι η Βίρνα Δράκου. Δεν είναι βέβαια μόνο στον «Παπαφλέσσα» που τα ακούς αυτά.
Η ταινία «Μαντώ Μαυρογένους» είναι η βιογραφία της εθνικής μας επαναστάτριας, που είναι όμως και μια χειραφετημένη φεμινίστρια προτού καν εμφανιστεί ο φεμινισμός. Η Τζένη Καρέζη, μια αρχόντισσα που μόλις έχει βγει από το κομμωτήριο, ατσαλάκωτη και λαμπερή, εξηγεί στη μάνα της ότι βάζει την πατρίδα της πιο ψηλά από όσους την πολιορκούν – το κάνει πολλά χρόνια πριν η Ελένη Δήμου τραγουδήσει το «Δεν πιστεύω σε αγάπες κι έρωτες».
Οταν η μητέρα της τής επισημαίνει ότι πρέπει να παντρευτεί, θυμώνει. «Ξέρεις τι να λες στις προξενήτρες, μάνα; Οτι θα παντρευτώ όποιον θα κόψει και θα αραδιάσει στην αυλή μου τα περισσότερα κεφάλια Τούρκων». «Ε είσαι τελείως τρελή!» της απαντάει αυτή, που θέλει εγγόνια και όχι να δει την κόρη της πρωταγωνίστρια στο «Walking Dead». Στη συνέχεια, βέβαια, η Μαντώ αλλάζει στάση. Σε μια σκηνή-ωδή στη γυναικεία χειραφέτηση, που αποτελεί χαστούκι στην πατριαρχία, η Μαντώ κάνει πρόταση γάμου στον Δημήτρη Υψηλάντη: «Θες να παντρευτούμε;». «Δεν είναι ώρα τώρα» απαντά ο Πέτρος Φυσσούν, που υποδύεται τον Πρίγκιπα και κάπου εδώ συναντά τον Παπαφλέσσα – η υποψία ότι όλοι αυτοί έκαναν την επανάσταση για να μην παντρευτούν είναι τεράστια.
Αλλά οι διάλογοι σε αυτές τις ταινίες είναι από τα κόκαλα βγαλμένοι, των Ελλήνων τα ιερά, κι όταν δεν υπάρχουν γυναίκες κι έρωτες. Στους «Σουλιώτες», παραδείγματος χάριν, σε όλους μας έχει μείνει η τελευταία σκηνή, όταν ο Λαυρέντης Διανέλλος, ως Καλόγερος Σαμουήλ (και όχι ως καλόγερος Τακ, διότι δεν υπάρχει «Ρομπέν των Δασών»), ανατινάζει το Κούγκι. Αλλά οι μεγάλοι διάλογοι είναι άλλοι. «Ω, ρε Τούρκοι! Κοιμηθήκατε καλά;» φωνάζει ένας οπλαρχηγός, ενώ οι Τούρκοι τον κυνηγούν! «Εσεις έχετε τις γυναίκες σας που σας νοιάζονται. Εμείς βρωμίσαμε, ρε, ρέψαμε στην απλυσιά» λέει ο Γκιουλέκας στον Καπτάν Κόγκα, ζητώντας του ανακωχή.
Η μεγάλη σκηνή στην ταινία είναι η μονομαχία με τα σπαθιά ανάμεσά τους – πιθανότατα η έμπνευση των σκηνών του Γούλβεριν στις ταινίες της Marvel να προέρχεται από αυτή την αναμέτρηση. Ο Κόγκας Δράκος τού καρφώνει τη λάμα στο στέρνο, και ο Γκιουλέκας γυρίζει θεαματικά γύρω από τον εαυτό του, μέχρι την τελική πτώση. Στην ταινία, ιστορική είναι και η φράση «Ντροπή σας, ωρέ, να σας γελάει ένας Γκιαούρης», αλλά κυρίως αυτό που μένει είναι οι κραυγές «Γιούργιαααα» όταν οι Σουλιώτες κάνουν επίθεση, καθώς και η ερώτηση «Μπέσα;» στην οποία η απάντηση είναι πάντα «Μπέσα για μπέσα».
Ολα αυτά ομολογώ πως τα περιμένω κάθε φορά που έρχεται η 25η Μαρτίου με τις παρελάσεις και τα νταούλια της. Κάποτε πίστευα πως αυτές οι ταινίες (γυρισμένες σχεδόν όλες την περίοδο της δικτατορίας) είναι υπεύθυνες για την εικόνα που έχει ο μέσος Ελληνας για την Ελληνική Επανάσταση. Πως η εικόνα αυτή δεν έχει διαμορφωθεί ούτε από τα βιβλία της Ιστορίας που διδαχθήκαμε στα σχολεία ούτε από τα ποιήματα που λέγαμε στις εθνικές εορτές, αλλά σχεδόν αποκλειστικά από τα φιλμ για το 1821, που επαναπροβάλλονται αυτές τις ημέρες.
Μάλλον αυτό που σκεφτόμουν ήταν υπερβολικό – είναι σαν κάποιος να θεωρεί πως αν υπάρχουν χριστιανοί αυτό οφείλεται στον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» του Φράνκο Τζεφιρέλι που ο ΑΝΤ1 δείχνει κάθε Μεγάλη Εβδομάδα. Προφανώς και δεν είναι οι ταινίες αυτές που διαμόρφωσαν την εθνική μας συνείδηση, όσο και αν έχουν παίξει έναν ρόλο στα στερεότυπα.
Αξίζει να σημειωθεί πως όταν το 1971 ο «Παπαφλέσσας» βγήκε στα σινεμά, τον είδαν μόλις 271.000 άνθρωποι – τόσα ήταν τα εισιτήρια που έκοψε. Σε κάθε του προβολή στην τηλεόραση τον βλέπουν ακόμα διπλάσιοι! Αλλά πού είναι το παράξενο; Οι άνθρωποι το 1971 ήταν κομμάτι πιο σοβαροί…