Η ρύθμιση του γάμου «ανεξαρτήτως φύλου», όπως θα ήταν ακριβέστερο να ονομάζεται ο λεγόμενος «γάμος ομοφύλων», θα έπρεπε να έχει γίνει εδώ και καιρό από τον νομοθέτη. Η σχετική υποχρέωσή του δεν προκύπτει από την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 1) ούτε από τις συνταγματικές διατάξεις που θεσπίζουν το ατομικό και το κοινωνικό δικαίωμα στον γάμο για τους ετεροφύλους (άρθρα 5 παρ. 1 και 21 παρ. 1) . Ούτε όμως και επιβάλλεται, τουλάχιστον επί του παρόντος, από το ενωσιακό δίκαιο ή από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ως θεμέλιο για το ατομικό δικαίωμα των μη ετεροφύλων στη θέσπιση ενός αντιστοίχου με τον γάμο θεσμού προσφέρεται η συνταγματική διάταξη για την προστασία της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1). Η διάταξη αυτή επιβάλλει τη ρύθμιση των ενώσεων μη ετερόφυλων ζευγαριών κατά τρόπο συνάδοντα με την ανθρώπινη αξία τους, δεν επιβάλλει, όμως, συγκεκριμένες ρυθμίσεις, όπως λ.χ. την πλήρη εξίσωση του «γάμου» μη ετεροφύλων με τον υπάρχοντα πολιτικό γάμο ετεροφύλων ή τον νομικό χαρακτηρισμό του νέου θεσμού ως «γάμου».
– Η ισότητα δεν μπορεί να αποτελέσει το συνταγματικό έρεισμα της ρύθμισης ούτε να δικαιολογήσει τη δικαστική επέκταση του ισχύοντος θεσμού
Είναι γενικώς αποδεκτό ότι η ισότητα επιβάλλει την ίση μεταχείριση όμοιων καταστάσεων και την άνιση μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων. Ηδη το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, του οποίου ορθά γίνεται επίκληση σχετικώς, ενισχύει το γεγονός ότι πρόκειται για ρύθμιση ανόμοιων καταστάσεων. Θα μπορούσε συνεπώς να υποστηριχθεί ευλόγως και η άποψη ότι η επίκληση της αρχής της ισότητας θα ήταν ενδεχομένως δυνατόν να θεμελιώσει την υποχρέωση του νομοθέτη να μη χρησιμοποιήσει για την ονομασία της νέας νομικής σχέσης τον όρο «γάμος», όρο που το Σύνταγμα διαχρονικά αναγνωρίζει στην ένωση ετεροφύλων. Η επιλογή λ.χ. του όρου «πολιτική σύζευξη» ή «πολιτική συζυγία» – κατ’ αναλογία προς τον όρο «πολιτικός γάμος» – δεν θα άφηνε περιθώριο νομικών αμφισβητήσεων. Τέλος, η επέκταση του γάμου σε μη ετερόφυλα ζευγάρια από τον δικαστή θέτει ζήτημα προσβολής της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και της δημοκρατικής αρχής.
– Η προστασία της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας ύψιστη συνταγματική επιταγή
Από τη συνταγματική διάταξη που θέτει υπό την προστασία του κράτους την οικογένεια, τον γάμο, τη μητρότητα και την παιδική ηλικία (άρθρο 21 παρ. 1) συνάγεται ότι οικογένεια και γάμος είναι δύο διαφορετικοί θεσμοί που δεν ταυτίζονται. Σε αντίθεση με τον όρο «γάμος» ο όρος «οικογένεια» έχει υποστεί μια συνταγματικώς θεμιτή εξέλιξη, η οποία οδηγεί σε διεύρυνση της παραδοσιακής έννοιας «οικογένεια». Περαιτέρω η παιδική ηλικία προστατεύεται αδιακρίτως, ανεξάρτητα δηλαδή με το αν υπάρχει γάμος ή όχι. Συνεπώς στο προστατευτικό πεδίο της ανωτέρω διάταξης, από την οποία απορρέει το κοινωνικό δικαίωμα της «οικογένειας» και των παιδιών για προστασία, μπορούν αβίαστα να ενταχθούν και οι οικογένειες και τα τέκνα μη ετερόφυλων ζευγαριών. Στις έννομες συνέπειες της συνταγματικής κατοχύρωσης κοινωνικών δικαιωμάτων εντάσσεται και ο χαρακτηρισμός τους ως δεσμευτικών κανόνων δικαίου που δικαιολογούν περιορισμούς άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων ή και «αποκλίσεις» από την αρχή της ισότητας. Κατά συνέπεια η καθιέρωση της «υιοθεσίας» ή άλλως «τεκνοθεσίας» και για μη ετερόφυλα ζευγάρια θα πρέπει να αποβλέπει οπωσδήποτε και μάλιστα πρωτίστως στην προστασία των παιδιών και όχι στο ατομικό δικαίωμα των γονέων για απόκτηση τέκνων. Προς τούτο επιβάλλεται η χρήση αξιόπιστων επιστημονικών μελετών.
Εν κατακλείδι, η απόφαση για τη θεσμοθέτηση του «γάμου» μη ετεροφύλων και της συναφούς «τεκνοθεσίας» είναι μεν πρωτίστως πολιτική, έχει όμως και συνταγματικές παραμέτρους. Ως νομική βάση για την ενεργοποίηση αλλά και τους περιορισμούς του νομοθέτη προσφέρονται οι συνταγματικές διατάξεις για τον σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης αξίας και την προστασία της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας και όχι η αρχή της ισότητας. Τέλος, η συνταγματική προστασία της παιδικής ηλικίας ως κοινωνικό δικαίωμα είναι δυνατόν να δικαιολογήσει περιορισμούς στην οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση της «τεκνοθεσίας», όπως άλλωστε αυτό συμβαίνει και στα ετερόφυλα ζεύγη.
Η κυρία Τζούλια Ηλιοπούλου – Στράγγα είναι ομότιμη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών.