Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν το ΠαΣοΚ να ανεβάσει μεν πάλι τα ποσοστά του αλλά μένοντας κάτω από τον φιλόδοξο στόχο που το ίδιο είχε θέσει, πράγμα το οποίο οδήγησε στην απαίτηση εκλογής νέας ηγεσίας και τη διεκδίκησή της από πληθώρα υποψηφίων. Θα περίμενε κανείς ότι οι ενδιαφερόμενοι είχαν ήδη επεξεργαστεί μια αξιολόγηση της προεκλογικής τακτικής και των ελλείψεών της, όπως επίσης ότι θα κατέθεταν εναλλακτικές προτάσεις στο υφιστάμενο πρόγραμμα ώστε να φανεί με ποιον τρόπο η δική τους στρατηγική ανταποκρίνεται καλύτερα στις σημερινές ανάγκες και ως εκ τούτου θα είναι πιο νικηφόρα.
Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τέτοια εναλλακτική δεν έχει εμφανιστεί. Στη θέση της διακηρύσσεται από αρκετούς υποψηφίους ότι αρκεί να πιστέψουμε σε ένα πλαίσιο ενότητας και συμπαράταξης των προοδευτικών δυνάμεων που θα αθροίσει τα νούμερα στον εκλογικό λογαριασμό και θα πετύχει επιτέλους την εκπαραθύρωση της συντηρητικής παράταξης από την εξουσία.
Και όμως η διεθνής εμπειρία θα έπρεπε να μας είχε διδάξει ότι συμμαχίες και συνενώσεις κομμάτων είναι βιώσιμες μόνο εάν ικανοποιούνται τρία κριτήρια: να βασίζονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συμμαχίες, να έχουν καθαρές προγραμματικές θέσεις και να διαθέτουν αξιόπιστα πρόσωπα που θα τις υλοποιήσουν. Αν είναι βιαστικές συγκολλήσεις και οι διαφορές τους κρύβονται προσωρινά, τα εκλογικά οφέλη είναι αμφίβολα και οι συνενώσεις διαλύονται με την πρώτη δυσκολία. Σε αυτή την περίπτωση το κόμμα που θέλει να πρωταγωνιστήσει οφείλει να συγκροτήσει μια αυτόνομη στρατηγική με την οποία θα απευθυνθεί στους πολίτες, χωρίς βεβαίως να αποκλείονται συμπράξεις άλλων κομμάτων σε συγκεκριμένα θέματα.
Παραδείγματα της μιας και της άλλης προσέγγισης μπορούμε να δούμε σήμερα σε δύο ευρωπαϊκές χώρες, τη Γαλλία και τη Βρετανία. Στη μεν Γαλλία, αμέσως μετά την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών συγκροτήθηκε άρον-άρον το Νέο Λαϊκό Μέτωπο από τα κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς, τόσο για να αντιταχθούν στην Ακροδεξιά όσο και για να τιμωρήσουν τον Μακρόν. Το ίδιο έκανε και ο Μακρόν, με αποτέλεσμα σε κάθε περιφέρεια να ανταγωνίζονται δύο τουλάχιστον υποψηφιότητες αντίπαλες όχι μόνο στην Εθνική Συσπείρωση αλλά και μεταξύ τους.
Στον δεύτερο γύρο, Μακρόν και Μέτωπο προχωρούν μεν σε εκλογική συνεργασία για να φράξουν την πλειοψηφία στη Συσπείρωση, αλλά είναι προφανές ότι η κοινή κάθοδος θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική αν είχε γίνει εξαρχής. Αν για παράδειγμα την περασμένη Κυριακή σε μια περιφέρεια η Συσπείρωση έλαβε το 40%, ο Μακρόν 25% και το Μέτωπο 30%, μια εξαρχής συμμαχία των δύο τελευταίων θα είχε περισσότερες πιθανότητες να νικήσει με την πρώτη. Σήμερα πρέπει να εξηγήσουν γιατί συμμαχούν ενώ μέχρι χθες ήταν αντίπαλοι και η βιαστική συμπόρευσή τους πιθανόν να οδηγήσει αρκετούς να προτιμήσουν τη Συσπείρωση.
Βεβαίως μια εξαρχής συμμαχία θα απαιτούσε μεγάλο διάλογο, διαπραγματεύσεις και δεσμεύσεις για τις οποίες πιθανόν τα κόμματα να ήταν απρόθυμα ή επιφυλακτικά, αλλά αυτό ακριβώς είναι και το δίδαγμα για την Ελλάδα: ότι βιαστικές συγκολλήσεις με άλλα κόμματα μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες επιφυλάξεις στους ψηφοφόρους και να λειτουργήσουν αρνητικά για όσους τις κάνουν αν δεν πληρούν τα τρία κριτήρια αξιοπιστίας που αναφέρθηκαν πριν.
Ενα αντίθετο παράδειγμα έρχεται από τη Βρετανία, όπου το Εργατικό Κόμμα σάρωσε στις προχθεσινές εκλογές, πετυχαίνοντας μια πρωτοφανή πλειοψηφία εδρών στο Κοινοβούλιο. Οσοι αναζητούν τους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτό το ιστορικό αποτέλεσμα διαπιστώνουν ότι δεν ήρθε ξαφνικά αλλά ήταν το επιστέγασμα συστηματικής δουλειάς, αποκατάστασης των δεσμών με τα μη προνομιούχα στρώματα, παραγωγής σύγχρονων προτάσεων πολιτικής και επιλογή αξιόπιστων προσώπων που θα τις εφαρμόσουν. Α, ναι! Και μιας αδιατάρακτης λειτουργίας του κόμματος που άφησε στην άκρη τις τόσο προσφιλείς ηγετικές διενέξεις, και μάλιστα σε μια περίοδο που το Συντηρητικό Κόμμα άλλαζε αρχηγούς σαν τα πουκάμισα.
Ο κύριος Νίκος Χριστοδουλάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός.