Ολόκληρος ο πολιτισμός μας, έλεγε ο Πλάτων, είναι μια λεπτή επίστρωση πάνω από την άβυσσο. Ο Τόμας Χομπς, αιώνες αργότερα, θα το ονομάσει κοινωνικό συμβόλαιο – μια ρυθμιστική αυταπάτη που συμφωνούμε όλοι να τηρούμε για να αποφύγουμε τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων».

Το σύμφωνο αυτό, ωστόσο, δεν γράφτηκε ποτέ με μελάνι· γράφτηκε με αίμα, με συμβιβασμούς, με την υπομονή των φτωχών και τη συγκατάθεση των μορφωμένων. Σήμερα, αυτό το σύμφωνο κείτεται ραγισμένο, αν όχι συντετριμμένο.

Η διεθνής ανασφάλεια δεν είναι απλώς γεωπολιτική συνθήκη, αλλά υπαρξιακή διάχυση. Από το Κίεβο ως τη Γάζα, από την Τεχεράνη ως το Λονδίνο, οι άνθρωποι δεν φοβούνται πια μόνο για τη ζωή τους. Φοβούνται για το νόημα της ζωής τους. Δεν ξέρουν αν το αύριο θα είναι συνέχεια του σήμερα ή η εισβολή ενός καινούργιου, ασυνάρτητου μηδενός.

Οι θεσμοί που υπόσχονταν σταθερότητα έχουν γίνει εργαλείο ελέγχου. Οι λέξεις – δημοκρατία, ελευθερία, ειρήνη – έχουν φθαρεί. Ο Homo sapiens, που κάποτε οραματίστηκε την paideia και την polis, έχει γίνει Homo digitalis: υπερσυνδεδεμενος, εφήμερος, με δεκαεφτά ανοιχτές καρτέλες και καμία μνήμη.

Και η τέχνη; Η τέχνη οφείλει να μην παρηγορεί. Να μην εξωραΐζει. Να μιλά, όταν όλες οι άλλες γλώσσες σιωπούν ή ψεύδονται. Η τέχνη είναι το τελευταίο καταφύγιο, όχι γιατί σώζει, αλλά γιατί μαρτυρεί. Μια συμφωνία του Σούμπερτ, μια πρόταση του Κάφκα, μια παύση στον Τσέχοφ: αυτά είναι τα σπέρματα μιας νέας αλήθειας. Οχι της μεγάλης, της ολοκληρωτικής – αυτή μας κατέστρεψε ήδη μια φορά στον εικοστό αιώνα – αλλά της εύθραυστης αλήθειας του προσώπου, του βλέμματος, της αμφιβολίας.

Ισως η διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου να μην είναι το τέλος, αλλά το σημάδι ότι οφείλουμε να σκεφτούμε ξανά τι σημαίνει να συνυπάρχουμε. Η τέχνη, τότε, δεν θα είναι πια διακόσμηση της ύπαρξης, αλλά πράξη επιβίωσης. Ενα τελευταίο μέτρο ανθρώπινης μουσικής μέσα στον θόρυβο της κατάρρευσης.

Η τέχνη, λοιπόν, δεν είναι περιττό στολίδι των καιρών, αλλά η ίδια η σπονδυλική στήλη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οχι για να προσφέρει λύσεις (η τέχνη ποτέ δεν ήταν πρακτική) αλλά για να συγκρατήσει, με την οδύνη της ευαισθησίας, κάτι από την αλήθεια που διαφεύγει.

Να σταθεί εμπόδιο στη λήθη, να φέρει στο φως αυτό που επιδιώκεται να αποσιωπηθεί. Μες στη γενικευμένη ανασφάλεια, η τέχνη γίνεται αντίσταση: όχι με σημαίες, αλλά με τη σιωπηλή δύναμη εκείνων που αρνούνται να δεχθούν την απανθρωπιά ως κανονικότητα.