Οι ευρωπαϊκές εκλογές έστειλαν ένα μήνυμα προς όλο το πολιτικό σύστημα. Οργή για την αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης της ΝΔ, απογοήτευση από τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, αποχή ως κοινωνική αντίδραση.
Οι πολίτες γυρνούν την πλάτη τους σε ένα πολιτικό προσωπικό που δεν αντιλαμβάνεται τα προβλήματά τους ή φοβάται να συγκρουστεί με κατεστημένες λογικές για να δώσει λύσεις. Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό και εμφανίζει αναλογίες με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Συμπυκνώνεται στην κοινή παραδοχή του αυξημένου κόστους ζωής, της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους. Λιγότερες ευκαιρίες για τους πολλούς, τεράστια κέρδη για τους λίγους.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όμως, κινδυνεύει και από κάτι ακόμα. Τη διαρκώς αυξανόμενη αίσθηση της αδικίας που νιώθουν οι πολίτες. Αδικία που δεν αφορά πια μόνο τα οικονομικά στοιχεία, αλλά την ίδια τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, του θεσμού που λειτουργούσε πάντοτε ως καταφύγιο του αδύναμου έναντι του ισχυρού.
Μια σειρά αποφάσεων για το οργανωμένο έγκλημα, την έμφυλη βία, τη διαφθορά οδήγησαν το τελευταίο χρονικό διάστημα στην παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ώστε αποφάσεις να αξιολογηθούν ξανά. Η, δε, πρόσφατη απόφαση γύρω από τις υποκλοπές δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντά. Τελικά, το σκάνδαλο των υποκλοπών για το οποίο απολογήθηκε ο κ. Μητσοτάκης στον Ν. Ανδρουλάκη ήταν απλά θέμα τεσσάρων ιδιωτών που εμπορεύτηκαν παράνομο λογισμικό παρακολούθησης; Εκλεισε η υπόθεση με τα ρυπαρά δίκτυα της ΕΥΠ, στα οποία είχε αναφερθεί ο Πρωθυπουργός;
Ολα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα, λιγότεροι από τρεις στους δέκα Ελληνες να εμπιστεύονται σήμερα τη Δικαιοσυνη, με βάση έρευνα της Public Issue. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς δημιουργεί ναρκοπέδιο για τη δημοκρατία μας. Και σε έναν κόσμο που αλλάζει πολύ γρήγορα, η απαξιωμένη και αδύναμη δημοκρατία καταλήγει σε εθνικές καταστροφές.
Μια τέτοια, ανώμαλη δημοκρατική περίοδος οδήγησε στη χούντα και στην καταστροφή της Κύπρου. Μια προδοσία που ακόμα πληγώνει την Ελλάδα και τους Ελληνες.
Πενήντα χρόνια μετά, η διαρκής συζήτηση για τη Μεταπολίτευση καλά κρατεί. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αν αναλογιστούμε τι πέτυχε η Ελλάδα, ειδικά έως το 2004: αποτελεσματική εξωτερική πολιτική, ευκαιρίες για όλους, άνοδο του βιοτικού επιπέδου, σύγκλιση με όλους τους ευρωπαικούς δείκτες, ισχυρή μεσαία τάξη, λειτουργικές, ανεξάρτητες αρχές , αποκέντρωση στην πράξη.
Σήμερα, είναι αναγκαίο να αντιληφθούμε ότι όσα ζήσαμε με την καθοριστική συμβολή των κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ είναι σημείο αναφοράς για πολλές γενιές και αυτό είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα του Κινήματός μας έναντι των υπόλοιπων κομμάτων. Αυτό το συναίσθημα φέρνει χιλιάδες κόσμου στην κάλπη ακόμα και σήμερα, σε κάθε είδους εκλογική διαδικασία.
Η εσωτερική αναμέτρηση του Οκτωβρίου μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό. Οι πολίτες έχουν ανάγκη από μια Αλλαγή, που θα δώσει με σύγχρονους όρους τις ευκαιρίες που έχουν ανάγκη, θα ενισχύσει τους πιο αδύναμους, θα στηρίξει τους μικρομεσαίους, θα ξαναδώσει προοπτική στις οικογένειες, θα αποκεντρώσει και θα αποκομματικοποιήσει το κράτος, θα προστατεύσει τα εθνικά συμφέροντα, θα φορολογήσει δίκαια και θα αναδιανείμει μέσα από το κοινωνικό κράτος, θα θεμελιώσει το κράτος δικαίου πάνω στην αξιοκρατία και στην αξιολόγηση.
Στο ΠαΣοΚ περάσαμε πολλά τα τελευταία χρόνια. Το Κίνημα όχι μόνο άντεξε διαψεύδοντας τις Κασσάνδρες, αλλά ανανεώθηκε, ενισχύθηκε και τώρα βάζει ως στόχο την πρώτη θέση.
Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να διαμορφώσουμε έναν πολιτικό λόγο με ήθος και κύρος, να επεξεργαστούμε λύσεις και κυβερνητικό πρόγραμμα που έρχεται από το μέλλον, αποκτώντας ουσιαστική αλληλεπίδραση με όσους εκπροσωπούν τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Ο κύριος Παύλος Χρηστίδης είναι βουλευτής.