Η οικονομία μας βρίσκεται χωρίς αμφιβολία στην αφετηρία μιας νέας εποχής με διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα που γνωρίσαμε την τελευταία δεκαετία της ύφεσης, της συρρίκνωσης και της στασιμότητας. Αφού ξεπέρασε τα δίδυμα ελλείμματα, εκείνο του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που είχε το αποκορύφωμά του ήδη στο 2007 με -14,7% (-36 δις Ευρώ) καθώς και εκείνο του δημοσιονομικού ελλείμματος που εκτοξεύθηκε το 2009 στο 15,4%, και έριξαν τη χώρα στα βράχια οδηγώντας την στη de facto χρεοκοπία, την οποία απέφυγε μόνο με τη βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων μας και με την αξιοθαύμαστη ανοχή και αντοχή των Ελλήνων στις θυσίες που απαιτήθηκαν, βρίσκεται σήμερα σε ισορροπία.
Έτσι, μετά και την επιχειρησιακά ικανοποιητική λύση για το χρέος, που κατά τεκμήριο εξασφαλίζει την ομαλή εξυπηρέτησή του για την επόμενη 15ετία, ο άμεσος στόχος θα πρέπει να είναι η οριστική επάνοδος στις αγορές για κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών με σταδιακά ικανοποιητικό κόστος, κάτι που θα διευκολύνει και τις τράπεζες, όπως και τις επιχειρήσεις να αναζητήσουν ευκολότερα κεφάλαια στο εξωτερικό για χρηματοδότηση των δικών τους σχεδίων. Η μείωση του κόστους χρήματος για τράπεζες και επιχειρήσεις, αποτελεί έναν από τους βασικούς συντελεστές που διαμορφώνουν το δείκτη ανταγωνιστικότητάς τους, μαζί με μια σειρά ακόμη παραγόντων όπως είναι η φορολόγηση, το κόστος ενέργειας, η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, το κόστος της γραφειοκρατίας κ.α.
Είναι αυτονόητο, ότι η προσπάθεια βελτίωσης όλων αυτών των μεγεθών, που αποτελούν παρεμβάσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα, πρέπει να είναι συνεχής, αφού μόνο έτσι διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της οικονομίας σε ένα διεθνές περιβάλλον, όπου η χώρα βρίσκεται σε υστέρηση, ενώ οι άλλες χώρες συνεχίζουν τη δική τους μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Η ανάγκη για επιταχυνόμενους ρυθμούς στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, είναι ο μόνος δρόμος για τη διασφάλιση μονιμότερης ισορροπίας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο συνεχώς απειλείται με διόγκωση του ελλείμματος από την αύξηση των εισαγωγών.
Εκτός από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων σημαντική συμβολή στη βελτίωση τόσο της ανταγωνιστικότητας, όσο και στην οικονομική μεγέθυνση φέρει και η σταθερή προσήλωση στην ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες διευκολύνουν την ανάπτυξη των εξαγωγών, που στα περισσότερα χρόνια της κρίσης έδειξαν αξιοσημείωτη πρόοδο. Για να συνεχιστεί όμως η ίδια πορεία και να αυξήσουμε το μερίδιό μας στο διεθνή καταμερισμό, με δεδομένη τη συρρίκνωση του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εργαστούν σκληρά στον ίδιο δρόμο της παραγωγής καινοτόμων, εμπορεύσιμων προϊόντων, προσφέροντάς τα σε ανταγωνιστικές τιμές, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας αλλά και τα δικά τους.
Μεγάλη προσπάθεια χρειάζεται επίσης να καταβληθεί για την ανάκτηση της τρωθείσας στα χρόνια της κρίσης εμπιστοσύνης προς την ελληνική επιχειρηματικότητα. Η αξιοπιστία διασφαλίζεται μόνο όταν οι επιχειρήσεις μας καταφέρουν να πείσουν τους πάντες, πελάτες, προμηθευτές, χρηματοδότες, ότι λειτουργούν με την εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών στο πλαίσιο των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης. Οι αγορές συγχωρούν ή και αγνοούν συχνά τα επιχειρηματικά λάθη που μπορούν να οδηγήσουν σε ζημιές, εκείνο όμως που θεωρούν ανεπίτρεπτο είναι μια διαχείριση που δε σέβεται τους πελάτες αλλά και τους επενδυτές.
Η απόδοση της οικονομίας εξαρτάται, χωρίς αμφιβολία από την πορεία των επενδύσεων. Υπάρχει ανάγκη για περισσότερες και ποιοτικότερες επενδύσεις. Και μόνο το γεγονός, ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις στη χώρα μας ανέρχονται στο ισχνό 11% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στο 20,5% υποδεικνύει την ανάγκη, όχι μόνο για αύξηση αλλά για διπλασιασμό τουλάχιστον στα προ κρίσης επίπεδα των 40 δις ετησίως.
Πέρα όμως από το μέγεθός τους, μεγαλύτερη σημασία έχει η στροφή προς ποιοτικότερες και παραγωγικότερες επενδύσεις. Χρειαζόμαστε επενδύσεις σε τομείς που διασφαλίζουν ισχυρό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, τόσο στην παραγωγή όσο και στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στα εισοδήματα. Ας μην ξεχνάμε, ότι το μέγεθος των επενδύσεων στην προ κρίσης περίοδο ήταν πάνω από τον Μ.Ο. της Ευρώπης, χωρίς όμως να κατευθύνεται σε δραστηριότητες με εξωστρεφή προσανατολισμό ή στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα η ελληνική αγορά να κατακλυστεί από εισαγόμενα προϊόντα.
Για να ανταποκριθούμε με επιτυχία σ’ αυτή την πρόκληση είναι απαραίτητη μια μαζική κινητοποίηση κεφαλαίων τόσο από το εσωτερικό όσο και κυρίως από το εξωτερικό. Η προσέλκυση κεφαλαίων για Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στη χώρα μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων καθώς και από τις μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες σηματοδοτούν και τις δυνητικές αποδόσεις στις τοποθετήσεις τους.
Στην προσπάθεια αυτή είναι απολύτως αναγκαία η ενεργή συμμετοχή των τραπεζών όχι μόνο για την προσέλκυση, αλλά και για την υλοποίηση και τη λειτουργία των νέων επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης στη συνέχεια. Ο ρόλος των τραπεζών είναι κομβικός, αφού η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας είναι, παρά τη σημαντική προσφορά της νεοσύστατης αγοράς εταιρικών ομολόγων, τραπεζοκεντρική. Τα άλλα εξωτραπεζικά χρηματοδοτικά εργαλεία, μπορεί κατά περίπτωση να αποτελούν λύση, η χρήση τους όμως εκ μέρους των επιχειρήσεων είναι περιορισμένη.
Δυστυχώς οι δυνατότητες των τραπεζών, όπως δείχνουν τα μέχρι τώρα στοιχεία, δεν επαρκούν για να καταγράψουν θετική πιστωτική επέκταση ούτε και για το χρόνο που τελειώνει. Αυτό σημαίνει, ότι για να βελτιώσουν τις χρηματοδοτικές τους επιδόσεις και να φανούν αντάξιες της αποστολής τους, αφενός πρέπει να απαλλαγούν από ένα μεγάλο μέρος του ενεργητικού τους, εφαρμόζοντας το γρηγορότερο το σχέδιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αφετέρου να ασκήσουν μια πιο ενεργή πολιτική στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Είναι φανερό εξάλλου, ότι δεν αρκεί η διαγραφή απαιτήσεων ή η πώληση πακέτων δανείων σε Funds διαχείρισης, αλλά θα πρέπει να εγκύψουν στα προβλήματα και στις δυνατότητες των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και να επεξεργαστούν προγράμματα και λύσεις αναδιάρθρωσης για όποιες από αυτές κρίνονται βιώσιμες και αποτελούν εθνικό πλούτο. Σ ’αυτήν τους την προσπάθεια θα έχουν σύμμαχο την αναπτυσσόμενη οικονομία μας, η οποία θα λειτουργήσει ενισχυτικά τόσο για την αύξηση των εργασιών τους όσο και για την κερδοφορία τους. Η εξυγίανση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και για τη δική τους μακροπρόθεσμη επιβίωση.
Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.