Μία ακόμα προσπάθεια για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο – που συνεχίζεται εδώ και πάνω από 50 χρόνια χωρίς απολύτως κανένα αποτέλεσμα – θα πραγματοποιηθεί με την επίσκεψη στην Αθήνα του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας στις 8 Νοεμβρίου και το εύλογο ερώτημα είναι αν τη φορά αυτή, έστω και αν δεν προκύψει κάποια λύση, θα μπορέσει να συμφωνηθεί κάποια νέα προσέγγιση που θα οδηγεί προς αυτήν.
Οπως όμως δείχνουν τα πράγματα, ούτε αυτό θα είναι εύκολο να επιτευχθεί, καθώς η Αγκυρα έχει ρίξει στο τραπέζι, με συνεχείς επαναλαμβανόμενες ταυτόσημες ανακοινώσεις, το σύνολο των μονομερών της διεκδικήσεων, τη στιγμή που η Αθήνα επιμένει μόνο στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Το κλίμα έχει μάλιστα βαρύνει ακόμα περισσότερο μετά την τριμερή συνάντηση με τον γενικό γραμματέα στον ΟΗΕ για το Κυπριακό, όπου επανελήφθη για πολλοστή φορά η εμμονή των Τουρκοκυπρίων στην αναγνώριση του τουρκοκυπριακού κράτους, ως προϋπόθεση για τη συνέχιση των συνομιλιών.
Επειτα από όλα αυτά δεν είναι περίεργο ότι οι γνωστοί υπερπατριώτες βρήκαν και πάλι την ευκαιρία να βγουν στο προσκήνιο για να καταγγείλουν ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι έτοιμη για απαράδεκτους συμβιβασμούς «που μαγειρεύονται στο παρασκήνιο» και για «ήρεμα νερά που κρύβουν φουρτούνες». Αποδεικνύοντας έτσι για πολλοστή φορά ότι το κύριο ζήτημα σε όλη αυτή την υπόθεση δεν είναι τόσο το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι τουρκικές διεκδικήσεις, αλλά η επιδίωξη να εμπεδωθούν στην κοινή γνώμη οι συνεχώς επαναλαμβανόμενες καταγγελίες για τους αντεθνικούς αυτούς συμβιβασμούς. Και αυτή η κατάσταση είναι που έχει ουσιαστικά δημιουργήσει το μακροχρόνιο αδιέξοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, γιατί κάθε προσπάθεια για εξεύρεση κάποιας λύσης θεωρείται ούτε λίγο ούτε πολύ εθνική προδοσία, αυξάνοντας έτσι το πολιτικό κόστος που έχει να πληρώσει η όποια κυβέρνηση ασκεί την εξουσία.
Ετσι τίθεται το ερώτημα αν δεν υπάρχει διάλογος τότε τι άλλο μπορεί να υπάρχει, πέρα από την προοπτική μιας πολεμικής σύγκρουσης. Εκτός αν επιλεγεί η ολέθρια λύση της πολιτικής της ακινησίας, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, με αποτέλεσμα αντί να υπάρξει κατευνασμός και ηρεμία, η Τουρκία να προσθέτει συνεχώς και νέες διεκδικήσεις.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η Τουρκία στο παρελθόν είχε δεχθεί μια κλιμακωτή αύξηση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, όπου θα μπορούσαν σε ορισμένα νησιά τα όρια να παραμείνουν στα 6 μίλια, σε άλλα να επεκταθούν στα 8, ενώ στις ηπειρωτικές ακτές να επεκταθούν έως και στα 12 μίλια, με απώτερη εναρμόνιση και του εναερίου χώρου, εφόσον αυτός σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο θα πρέπει να ταυτίζεται με το όριο των χωρικών υδάτων. Και αυτό ίσως θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία να ξεκινήσουν και πάλι οι συνομιλίες, με την προοπτική αν δεν υπάρξει τελικά συμφωνία να παραπεμφθεί το θέμα στη Χάγη.
Ας έχουμε όμως υπόψη μας ότι το Διεθνές Δικαστήριο, για λόγους τήρησης πολιτικών ισορροπιών, δεν δίνει ποτέ δίκιο 100% σε μια πλευρά. Είμαστε όμως έτοιμοι να δεχθούμε κάτι τέτοιο, όταν ουσιαστικά δεν έχουμε δεχθεί όλα αυτά τα χρόνια ούτε την επισήμανση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι το Αιγαίο «δεν είναι ελληνική λίμνη» και «αποτελείται από ελληνικά χωρικά ύδατα, τουρκικά χωρικά ύδατα και διεθνή ύδατα».
Και αυτά είναι που πρέπει να οριοθετήσουμε πριν προχωρήσουμε στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Αλλιώς διαιωνίζουμε μια κατάσταση επιτρέποντας στην Τουρκία να συνεχίσει να προβάλλει την απαράδεκτη θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας». Την οποία όμως δεν είχε περιλάβει στις αρχικές διεκδικήσεις της, κάνοντας έτσι την εξεύρεση λύσης ακόμα δυσκολότερη. Καλύτερα λοιπόν να μιλάμε παρά να δίνουμε την ευκαιρία να δημιουργούνται συνεχώς νέα προβλήματα. Και αυτό είναι ένα μήνυμα που απευθύνεται στους υπερπατριώτες και των δύο χωρών.