Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επανειλημμένα καταγράψει στην ετήσια Εκθεσή της για τη Δικαιοσύνη την πλειοψηφική πεποίθηση που επικρατεί στους πολίτες της χώρας μας περί ύπαρξης παρεμβάσεων στον χώρο της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά και ευρύτερα από κέντρα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Τούτο το γεγονός δεν είναι αποκομμένο: εντάσσεται προφανώς σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δυσπιστίας του μέσου πολίτη για την αξιοπιστία κρατικών θεσμών, μεταξύ άλλων της Βουλής, δημόσιων υπηρεσιών αλλά και πολιτικών κομμάτων. Είναι ακριβές ότι συχνά λ.χ. η ενίοτε πρόδηλη και επαναλαμβανόμενη θεσμική αναξιοπιστία του Ελληνικού Δημοσίου και η προσβολή τής δικαιοκρατικά προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη δεν τυγχάνει της δέουσας δικαιοδοτικής στηλίτευσης, ανατροφοδοτώντας έτσι μοιραία έναν φαύλο κύκλο μειωμένων θεσμικών προσδοκιών. Τούτο δε, παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η χώρα διαθέτει εξαιρετικούς δικαστές σε όλες τις βαθμίδες της Δικαιοσύνης, αλλά δυστυχώς και κρίσιμες σοβούσες παθογένειες, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Η αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών συνιστά θεμελιώδη συνταγματική αρχή αλλά και βασικό κεκτημένο του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Κομβική παράμετρος αυτής της αρχής είναι η διασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας της δικαστικής από την πολιτική εξουσία. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς μια εγγύηση δικαιοκρατική, αλλά και ένα αίτημα της ίδιας της δημοκρατικής αρχής, διότι διασφαλίζει τον σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας.
Η ανεξάρτητη δικαστική λειτουργία οφείλει να δύναται δυνητικά να δρα ως θεσμικό αντίβαρο έναντι του εν Ελλάδι πρωθυπουργοκεντρικού κυβερνητικού μοντέλου και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας όταν διακυβεύονται θεμελιακές δικαιοκρατικές αρχές ως αυτές κατοχυρώνονται, εκτός των άλλων, στην καταστατική διάταξη αξιακού προσανατολισμού του ενωσιακού δικαίου, τη διάταξη του άρθρου 2 της Συνθήκης ΕΕ.
Στη χώρα μας το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο (παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος) επιφυλάσσει στο Υπουργικό Συμβούλιο ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα της επιλογής των Προέδρων και Αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Λίαν προσφάτως, με το άρθ. 27 του Ν. 5123/2024 εισήχθη ρύθμιση που προβλέπει τη διατύπωση γνώμης για την επιλογή των Προέδρων και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τις Ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, κατόπιν σχετικής μυστικής ψηφοφορίας μεταξύ των μελών τους.
Η εν λόγω κατ’ αρχήν θετική νομοθετική παρέμβαση έλαβε χώρα μετά τις επαναλαμβανόμενες σχετικές κριτικές επισημάνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Εκθέσεις της για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Εν τούτοις, και υπό το νέο αυτό νομοθετικό πλαίσιο, η τελική απόφαση για τις σχετικές επιλογές θα λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο θα μπορεί εν τέλει να επιλέξει και άλλα πρόσωπα, πέρα από τα προταθέντα.
Είναι νομίζω καιρός για την έναρξη μιας συγκροτημένης συζήτησης για την αναθεώρηση της εν λόγω συνταγματικής διάταξης. Το ζήτημα έχει μείζον θεσμικό βάρος και οι αποφάσεις πρέπει να είναι προσεκτικά σταθμισμένες. Από την άλλη πλευρά, επιβάλλεται να συγκροτηθεί ένα πλαίσιο που θα διευκολύνει οι κρίσιμες επιλογές προσώπων για την ηγεσία της Δικαιοσύνης να δικαιολογούνται και νομιμοποιούνται στη βάση ενός ευρύτερου consensus για την αξιοσύνη και ακεραιότητα των επιλεγόμενων προσώπων, με γνώμονα τόσο την εμπειρία αλλά και το δικαστικό και επιστημονικό έργο που στην πορεία τους παρήγαγαν.
Ο κύριος Αντώνης Μεταξάς είναι αν. καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο ΕΚΠΑ και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (TU Berlin).